Uber: Eμφάνισε κέρδη μετά από περισσότερα από 30 δισ. δολάρια λειτουργικών ζημιών σε μια δεκαετία, είναι όμως αυτό αρκετό για να καταστεί βιώσιμη;
Αν ψάχνατε για ένα σημάδι ότι ο κόσμος των τεχνολογικών νεοφυών επιχειρήσεων έχει αποτινάξει από πάνω του τη νοοτροπία της ανάπτυξης με κάθε κόστος που χαρακτήριζε την τελευταία δεκαετία, η Uber, η οποία ανακοίνωσε κέρδη για πρώτη φορά από την ίδρυσή της, θα μπορούσε να είναι το κατάλληλο.
Η αμερικανική εταιρεία κινητικότητας ήταν το απόλυτο παράδειγμα των αρνητικών επιδόσεων της Σίλικον Βάλεϊ κατά τη διάρκεια των χρόνων άνθησής της. Έδωσε ένα εντελώς νέο νόημα στη φράση »καίμε μετρητά», παρουσιάζοντας λειτουργικές ζημίες άνω των 30 δισ. δολαρίων από την έναρξη λειτουργίας της, καθώς εκμεταλλευόταν την προσφορά φθηνών επενδυτικών κεφαλαίων για να επιδοτήσει μια παγκόσμια αναπτυξιακή πορεία.
Οι χρόνιες απώλειες άφησαν αμφιβολίες για το κατά πόσον τα οικονομικά των επιβατικών μεταφορών και της παράδοσης αγαθών, στην οποία επίσης εισήλθε η Uber, θα είχαν ποτέ θετικό αποτέλεσμα ή κατά πόσον θα ήταν σε θέση να θωρακιστεί απέναντι στους ανταγωνιστές της.
Δεν επρόκειτο μόνο για μια περίπτωση οικονομικής παράβασης. Για την Uber, η καταπάτηση των κανονισμών και ο ανταγωνισμός με τους οδηγούς ταξί, τους οποίους ήθελε να αντικαταστήσει, ήταν ένα χαρακτηριστικό, όχι ένα σφάλμα.
Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε που η χρηματιστηριακή αγορά θύμωσε με τις εταιρείες τεχνολογίας υψηλής ανάπτυξης, μια αντιστροφή που γρήγορα μεταδόθηκε στις ιδιωτικές αγορές και αναχαίτισε τη ροή κεφαλαίων. Πόσα όμως έχουν αλλάξει πραγματικά;
Σήμερα, οι ιδρυτές εταιρειών μιλούν μια διαφορετική γλώσσα και υιοθετούν συνειδητά μια λιγότερο επιθετική συμπεριφορά. Τους αρέσει να μιλούν για το πώς οι εταιρείες τους θα είναι οικονομικά βιώσιμες και κοινωνικά υπεύθυνες. Αυτά μοιάζουν με αναγκαίες προσαρμογές στην εποχή. Όμως η δομή των κινήτρων του κόσμου των επιχειρηματικών κεφαλαίων δεν έχει αλλάξει: οι υπερμεγέθεις ανταμοιβές εξακολουθούν να πηγαίνουν στους μεγαλύτερους νικητές στις νέες αγορές.
Τα πρώτα χρόνια της Uber ήταν μια ακραία εκδοχή του επεκτατισμού που επικράτησε κατά την περίοδο των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009. Η αγορά πλημμύρισε από τόσα πολλά χρήματα, που καταλήξαμε σε καταστροφές όπως η WeWork και η Theranos.
Η Uber ενσάρκωσε μια ακραία εκδοχή ενός επικρατούντος επιχειρηματικού μοντέλου και κουλτούρας. Πολλές εταιρείες του διαδικτύου μπορεί να ήταν έτοιμες να παρακάμψουν τους κανονισμούς στον αγώνα για παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά λίγες ήταν τόσο πρόθυμες να τους περιφρονήσουν ανοιχτά.
Με την Uber, το ερώτημα ήταν πάντα: τι θα συνέβαινε όταν το φθηνό χρήμα τελείωνε και οι ρυθμιστικές αρχές τελικά ασχολούνταν με την εταιρεία; Παρείχε αρκετή πραγματική αξία στους επιβάτες και τους οδηγούς -και, πιο πρόσφατα, στους χρήστες των υπηρεσιών παράδοσης- για να δικαιολογήσει τις πρωτοφανείς ζημίες που είχε συσσωρεύσει;
Με την εμφάνιση των πρώτων λειτουργικών κερδών της εταιρείας το τελευταίο τρίμηνο, ο Ντάρα Χοσροβσάχι, το πρώην αφεντικό της Expedia που ανέλαβε πριν από έξι χρόνια, και ο Νέλσον Κάι, ο οποίος ανέλαβε, ως οικονομικός διευθυντής, την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο, έδωσαν τουλάχιστον μια μερική απάντηση.
Καθώς το κεφάλαιο έχει γίνει πιο ακριβό και ο ανταγωνισμός έχει μειωθεί, οι επιδοτούμενες διαδρομές και παραδόσεις που οδήγησαν στην ανάπτυξη της Uber έχουν σε μεγάλο βαθμό τελειώσει. Ο παραγκωνισμός των αντιπάλων πριν από την αύξηση των τιμών ήταν πάντα στο επίκεντρο του σχεδίου της εταιρείας, το οποίο υποστήριζαν και οι πρώτοι επενδυτές της Uber – αν και σίγουρα δεν πίστευαν ότι θα χρειάζονταν 14 χρόνια για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.
Παρά τις υψηλότερες τιμές, οι κρατήσεις συνέχισαν να αυξάνονται σταθερά. Είναι ένα καλό σημάδι για την εταιρεία ότι οι πελάτες της βλέπουν την αξία της ευκολίας της παραγγελίας μέσω της εφαρμογής της Uber και δεν προσελκύστηκαν μόνο από τις ασύμφορες για την ίδια χαμηλές χρεώσεις.
Η Uber αρχίζει να αναζητά τρόπους για να ενθαρρύνει τα 137 εκατ. άτομα που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες της τουλάχιστον μία φορά τον μήνα να γίνουν πιο τακτικοί πελάτες. Διαθέτει μια συνδρομητική υπηρεσία, την Uber One, και συνδυάζει τις διάφορες υπηρεσίες της. Η διαφήμιση αρχίζει να γίνεται σημαντική πηγή εσόδων.
Το άλυτο ερώτημα είναι αν αυτό θα είναι αρκετό τόσο για να καταστήσει την Uber βιώσιμα κερδοφόρα όσο και για να υποστηρίξει το είδος των περιθωρίων κέρδους που θα δικαιολογούσε τις τεράστιες αρχικές επενδύσεις που χρειάστηκαν για την οικοδόμηση της εταιρείας.
Θα ήταν ανακουφιστικό να σκεφτεί κανείς ότι οι ρυθμιστικές αρχές έχουν πάρει τα μαθήματά τους από την τελευταία δεκαετία της τεχνολογικής ανάπτυξης. Καθώς όμως μια άλλη τεχνολογική κούρσα εμφανίζεται, αυτή τη φορά στην τεχνητή νοημοσύνη, δυσκολεύονται και πάλι να προσαρμοστούν αρκετά γρήγορα. Οι κορυφαίες εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης έχουν υποσχεθεί να εφαρμόσουν αυτή τη νέα τεχνολογία με υπευθυνότητα. Όμως, οι τεράστιες ανταμοιβές που διακυβεύονται -και τα κεφάλαια που κατακλύζουν τις ζημιογόνες νεοσύστατες επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης- είναι σίγουρο ότι θα δοκιμάσουν ξανά την ετοιμότητα των αρχών.