Αντιδράσεις κατά της υποχρεωτικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους κατώτατους μισθούς στον τομέα των μεταφορών
Τι αναφέρει η Πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον ελάχιστο βασικό μισθό στον τομέα των μεταφορών
Κατά τη φάση διαβούλευσης για την έκδοση αυτής της Οδηγίας, η IRU (Παγκόσμιος Οργανισμός Μεταφορών) μαζί με τις υπόλοιπες αντιπροσωπευτικές τομεακές ενώσεις, συμπεριλαμβανομένης της BusinessEurope, τάχθηκε κατά της υποχρεωτικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους κατώτατους μισθούς.
Αποφασίζοντας να προτείνει μια δεσμευτική οδηγία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απαιτεί να λαμβάνονται οι αποφάσεις όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες της Ε.Ε. και, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι να αποφασίζουν για θέματα που σχετίζονται με τις συνθήκες εργασίας και τους ελάχιστους μισθούς.
Ειδικότερα, η αρχή της επικουρικότητας επιτρέπει στην Ε.Ε. να αναλαμβάνει δράση μόνο στους τομείς που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά της. Το άρθρο 153.5 της Συνθήκης εξαιρεί τις αμοιβές από τους τομείς για τους οποίους έχει αρμοδιότητα η Ε.Ε.: «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις αμοιβές, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το δικαίωμα της απεργίας ή το δικαίωμα του λοκ άουτ (προσωρινό κλείσιμο της επιχείρησης από τον εργοδότη)».
Η IRU συντάσσεται με τη θέση του BusinessEurope[1], σύμφωνα με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιφάσκει όταν δηλώνει ότι «χωρίς πολιτική δράση σε επίπεδο Ε.Ε., οι μεμονωμένες χώρες μπορεί να έχουν την τάση να βελτιώσουν τις ρυθμίσεις που αφορούν τους ελάχιστους μισθούς, λόγω της αντίληψης ότι αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το κόστος της ανταγωνιστικότητας», ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις των κατώτατων μισθών έγιναν σε κράτη μέλη με χαμηλότερα επίπεδα πλούτου.
2. Αρνητικός αντίκτυπος στις επιχειρήσεις και την απασχόληση
Είναι αντιφατικό για την Ευρωπαϊκή Ένωση να προτείνει δεσμευτική νομοθεσία παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη δική της εκτίμηση, αναμένει ότι ο οικονομικός αντίκτυπος της εφαρμογής της Οδηγίας θα είναι αρνητικός, καθώς θα αυξήσει το κόστος εργασίας των εταιρειών και το συνολικό κόστος που σχετίζεται με τους μισθούς κατά περίπου 53 δισ. ευρώ[2].
Η επίδραση στην ανεργία αναμένεται επίσης να είναι δραματική. Σύμφωνα με το BusinessEurope[3], ως άμεσο αποτέλεσμα των μέτρων που προβλέπονται στην προτεινόμενη Οδηγία, η ανεργία, συμπεριλαμβανομένης της ανεργίας των νέων, θα αυξηθεί κατά 140.000 άτομα στην Ισπανία, κατά 130.000 στην Πολωνία, κατά 40.000 στην Ελλάδα και κατά 20.000 στην Ιρλανδία. Και αυτό σε μια εποχή που η ανεργία των νέων αποτελεί σοβαρό ζήτημα σε ολόκληρη την Ε.Ε., όπως φαίνεται στον παρακάτω χάρτη.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, τον Δεκέμβριο του 2020 το ποσοστό ανεργίας των νέων ήταν 17,8% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 18,5% στην Ευρωζώνη, έναντι 16,4% κατά μέσο όρο τον Αύγουστο του 2020[4] (χάρτης).
3. Υποβάθμιση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων
Παρότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ότι μια δεσμευτική Οδηγία θα βελτιώσει τον κοινωνικό διάλογο και θα υποστηρίξει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, όσον αφορά τον τομέα των οδικών μεταφορών είναι σαφές ότι θα έκανε το αντίθετο και θα υπονόμευε σοβαρά τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων, ζημιώνοντας ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό των συστημάτων κοινωνικού διαλόγου στην Ευρώπη: τις ανεξάρτητες συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ αντιπροσωπευτικών οργανώσεων εργοδοτών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Ως εκ τούτου, η IRU θεωρεί ότι οποιαδήποτε παρέμβαση της Ε.Ε. στον τομέα των κατώτατων μισθών θα πρέπει να έχει τη μορφή της μη δεσμευτικής σύστασης του Συμβουλίου που θα εγκριθεί μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Μια τέτοια παρέμβαση πρέπει να σέβεται πλήρως τις παραδόσεις και τα συστήματα των κρατών μελών, την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων και την ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καθώς και να εγγυάται την ευελιξία διατήρησης των λειτουργικών μοντέλων των κρατών μελών.
Η IRU ζητεί, επίσης, την επεξεργασία εθνικών λύσεων σε στενή συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τις μη τυποποιημένες μορφές απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των νέων μορφών εργασίας που προέρχονται από την οικονομία της πλατφόρμας, την οικιακή εργασία, την κατ’ απαίτηση εργασία, τη διαλείπουσα εργασία, την εργασία με βάση τα κουπόνια, την ψευδή αυτοαπασχόληση, την απασχόληση σε πλατφόρμα, την πρακτική άσκηση και τη μαθητεία.
H θέση της IRU
1.Παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας: Η προτεινόμενη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τον ελάχιστο βασικό μισθό παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας, καθώς προτείνει τη δέσμευση στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο σε έναν τομέα αποκλειστικής εθνικής αρμοδιότητας.
2. Αρνητικός αντίκτυπος στις επιχειρήσεις και την απασχόληση: Η δεσμευτική νομοθεσία στον τομέα αυτόν θα επηρεάσει αρνητικά τις επιχειρήσεις αυξάνοντας το κόστος εργασίας, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των ποσοστών ανεργίας των νέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
3. Υποβάθμιση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων: Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων δεν πρέπει να μειωθεί. Επομένως, η IRU τάσσεται υπέρ μιας μη δεσμευτικής σύστασης του Συμβουλίου, που θα εγκριθεί μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Η IRU ζητεί επίσης την επεξεργασία εθνικών λύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τις μη τυποποιημένες μορφές απασχόλησης.
[1] Βλ. θέση της BusinessEurope: https://www.businesseurope.eu/sites/buseur/files/media/position_papers/social/2020-12-04_pp_minimum_wages.pdf
[2] Βλ. εκτίμηση των επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σελ. 64: https://ec.europa.eu/social/BlobServlet?docId=23093&langId=en
[3] Βλ. θέση της BusinessEurope, βασισμένη στις εκτιμήσεις της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τη θέσπιση του ελάχιστου βασικού μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού και στο 50% του μέσου μισθού.
[4] Πηγή: Eurostat, https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php?title=Unemployment_statistics#Youth_unemployment.