Uber: H εταιρεία εν γνώσει της λειτουργούσε παράνομα στην Αυστραλία και στη συνέχεια άρχισε να ασκεί πιέσεις για την αλλαγή της νομοθεσίας
Η Uber παρανομούσε όταν ξεκίνησε να λειτουργεί στην Αυστραλία και άσκησε άγριες πιέσεις στις κυβερνήσεις για να νομιμοποιήσουν τις επικερδείς δραστηριότητές της.
Τα ταξί και τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα απαιτείται να έχουν άδεια πριν ξεκινήσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Αυστραλία, η Uber όμως λειτούργησε στη χώρα από το 2012 χωρίς τις απαιτούμενες άδειες.
Πρόκειται για την τακτική που η εταιρεία χρησιμοποίησε επανειλημμένα σε αγορές σε όλο τον κόσμο: πρώτα ξεκινάμε, δημιουργούμε μια πιστή βάση πελατών και μετά ασκούμε πιέσεις για την αλλαγή των νόμων.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, το Σίδνεϊ είχε γίνει η έβδομη και η Μελβούρνη η όγδοη μεγαλύτερη «απροστάτευτη» (καθώς οι δραστηριότητες της εταιρείας δεν ήταν ακόμη νόμιμες και τα έσοδα κινδύνευαν) αγορά για την Uber, σύμφωνα με μια παρουσίαση που έγινε σε στελέχη.
Τον Απρίλιο του 2015, ο επικεφαλής δημόσιας πολιτικής της εταιρείας, Κόρι Όουενς, προέτρεψε την ομάδα του να εντείνει τις πιέσεις. «Εναπόκειται σε εμάς να προστατεύσουμε αυτό που χτίσαμε», έγραψε σε εσωτερικό email. Τον Σεπτέμβριο του 2015, σε παρουσίαση στο Λας Βέγκας, άλλο στέλεχος της Uber αναγνώρισε ότι η εταιρεία «ακόμα δεν ελέγχεται σε καμία αυστραλιανή πολιτεία». «Οι ρυθμιστικές αρχές γκρινιάζουν, αλλά τα επίπεδα επιβολής του νόμου είναι μέτρια», ανέφερε.
Η Uber κατέστη τελικά νόμιμη στην Αυστραλία τον Οκτώβριο του 2015.
Η επιτυχία της Uber στη χώρα είχε καταστροφική επίδραση στους κατόχους αδειών ταξί και «πρόκειται για μια σοβαρή περίπτωση ρυθμιστικής αποτυχίας», σύμφωνα με τον Μάικλ Ντόνελι, νομικό της δικηγορικής εταιρείας Maurice Blackburn, που κατέθεσε ομαδική αγωγή κατά της Uber για λογαριασμό αδειοδοτημένων φορέων ταξί. «Στο μέλλον, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αντιστέκονται στις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες που εισέρχονται στην αγορά και επιδιώκουν να τις εκφοβίσουν με τον τρόπο που το έκανε η Uber», δήλωσε
Τα αρχεία της Uber, που καλύπτουν το χρονικό διάστημα 2014-2017, αποκαλύπτουν λεπτομέρειες από το έντονο lobbying της Uber στις κρατικές αρχές μεταφορών.
Η εταιρεία προσέλαβε τον λομπίστα Τζον Ρίτσαρντσον, πρώην ανώτερο στέλεχος του Εργατικού Κόμματος, για να υποβάλει εκ μέρους της αναφορά στην κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας και ισχυρίστηκε ότι συνεργαζόταν με την αντιπολίτευση των Εργατικών της συγκεκριμένης πολιτείας για την σύνταξη νομοσχεδίου το οποίο στόχευε στη νομιμοποίηση της Uber.
Σύμφωνα με email του Ρίτσαρντσον της 10ης Ιουλίου 2014, ο πρώην σύμβουλος των κυβερνήσεων Χόουκ, Κίτινγκ και Καρ θα παρείχε «υποστήριξη δημοσίων υποθέσεων στην Uber για την πολιτεία της Νότιας Νέας Ουαλίας και συμβουλές σχετικά με την υπόλοιπη Αυστραλία». Επρόκειτο να συντάξει ένα «περιεκτικό πρόγραμμα εμπλοκής ενδιαφερομένων και άσκησης επιρροής που θα οδηγούσε σε ρυθμιστική έγκριση/εναρμόνιση της πλατφόρμας και της υπηρεσίας Uber Ridesharing». Kαι καθώς οι εκλογές ήταν προγραμματισμένες για τον Μάρτιο του 2015, επισήμανε ότι «de facto νομιμοποίηση του καθεστώτος μπορεί να επιτευχθεί σε αυτό το χρονικό πλαίσιο».
Σε παρουσίαση στους διευθυντές, τον Σεπτέμβριο του 2015, στο Λας Βέγκας, τα στελέχη της Uber ισχυρίστηκαν ότι συνεργάζονται στενά με την αντιπολίτευση των Εργατικών στη Νότια Νέα Ουαλία. «Στην Αυστραλία, η αντιπολίτευση μας βλέπει πάντα ως ευκαιρία», ανέφερε η εταιρεία. «Γράφουμε κυριολεκτικά ένα νομοσχέδιο γι’ αυτούς, προκειμένου να φανούν έξυπνοι».
Στην ίδια παρουσίαση, ωστόσο, τα στελέχη της Uber σημείωσαν ότι «οι άκρως επιθετικές τακτικές ήταν επιτυχείς στις ΗΠΑ», όχι όμως και σε άλλες χώρες του κόσμου: «Προσπαθούσαμε να επιβάλουμε μια συζήτηση γύρω από τη μεταρρύθμιση. Αυτό λειτούργησε σε όλες τις ΗΠΑ. Δεν έχει όμως τον ίδιο αντίκτυπο στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική».
Τα έγγραφα αποκαλύπτουν επίσης ισχυρισμούς της εταιρείας ότι είχε συνάψει μυστική συμφωνία με την Αρχή Ταξί της Βικτόρια.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2014, ο επικεφαλής πολιτικής της Uber για την Ασία – Ειρηνικό, Τζόρνταν Κόντο, συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Επιτροπής Υπηρεσιών Ταξί (TSC) της Βικτόρια και πρώην πρόεδρο της Ρυθμιστικής Αρχής Ανταγωνισμού Γκρέιμ Σάμιουελ, ο οποίος χαρακτηριζόταν από την εταιρεία «πιστός υπέρμαχος του ανταγωνισμού».
«Επιτεύχθηκε συμφωνία (με το TSC) που θα οδηγήσει στη διαπίστευση των οδηγών uberX τους επόμενους μήνες, με ένα νομοσχέδιο αδειοδότησης για το ridesharing στις αρχές του 2015», αναφέρεται στην ενημέρωση, μέσω email, των δράσεων lobbying σε όλο τον κόσμο.
Το 2015, ωστόσο, η επιτροπή του Σάμιουελ άρχισε να ασκεί ποινικές διώξεις σε ορισμένους οδηγούς της εταιρείας επειδή λειτουργούσαν χωρίς τις απαιτούμενες άδειες. Είπε ότι «η Uber απλώς πολεμά τις απαιτήσεις αδειοδότησης οχημάτων», ενώ η αντίπαλός της Lyft αποφάσισε να μη δραστηριοποιηθεί στην Αυστραλία μέχρι να το επιτρέψει ο νόμος. Η καθυστέρηση στη νομιμοποίηση του ridesharing έδωσε στην Uber την ευκαιρία να μονοπωλήσει την αγορά κι αυτό είναι πλέον σχεδόν αδύνατο να ανατραπεί», τόνισε.
Οι κάτοχοι άδειας ταξί κατέθεσαν ομαδική αγωγή κατά της Uber στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βικτόρια για την περίοδο κατά την οποία η εταιρεία λειτουργούσε χωρίς τις απαιτούμενες άδειες στην Αυστραλία, υποστηρίζοντας ότι η έναρξη λειτουργίας της Uber στη χώρα είχε καταστροφικές συνέπειες για τους ίδιους στη Βικτόρια, το Κουίνσλαντ, τη Νότια Νέα Ουαλία και τη Δυτική Αυστραλία.
Καθώς οι κάτοχοι αδειών ταξί στην πλειονότητά τους προέρχονται από εργατικά στρώματα και είχαν επενδύσει τεράστια χρηματικά ποσά για να αποκτήσουν τις άδειές τους σε μια πλήρως ρυθμισμένη αγορά, οι παράνομες πρακτικές της Uber είχαν ως αποτέλεσμα να επηρεαστεί σοβαρά η αξία αυτών των αδειών.
Σε μια προδικαστική απόφαση για την υπόθεση, η δικαστής Πατρίτσια Mάθιους διαπίστωσε ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να υποδηλώσει ότι η Uber λειτουργούσε παράνομα στη Μελβούρνη από τις 23 Ιανουαρίου 2014 και στη Νότια Νέα Ουαλία, το Κουίνσλαντ και την Ουάσινγκτον από τις 14 Απριλίου 2014.
Η δικαστής ανέφερε ότι «οι προσπάθειες που έγιναν από τους κατηγορούμενους (Uber) να αποφύγουν την επιβολή του νόμου ήταν μια πτυχή της οικοδόμησης δημόσιας υποστήριξης και της ανάπτυξης της επιχείρησης (συμπεριλαμβανομένης της προσέλκυσης και διατήρησης συνεργατών της UberX) μέχρι να καταφέρουν να ανατρέψουν την αγορά».
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατατέθηκαν και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο εσωτερικά έγγραφα της Uber τα οποία περιείχαν συμβουλές για την παράκαμψη της νομοθεσίας.
Η Uber άσκησε έφεση κατά της απόφασης.