Κεμπέκ: Εκδικάζεται η ομαδική αγωγή οδηγών ταξί κατά της κυβέρνησης που επέτρεψε την είσοδο της Uber – διεκδικούν αποζημίωση 400 εκατ. δολαρίων
Ο Ζαν-Πιερ Ντεριβάλ δεν φανταζόταν ότι θα οδηγούσε ακόμη ταξί του όταν θα έπρεπε ήδη να έχει συνταξιοδοτηθεί. Αλλά αυτή την εβδομάδα, και καθώς ετοιμάζεται να καταθέσει σε δίκη κατά της διαχείρισης της βιομηχανίας ταξί από την τοπική κυβέρνηση του Κεμπέκ, εργάζεται ακόμη ως ταξιτζής.
Στόχος του, όπως είπε, ήταν να χρησιμοποιήσει την άδεια ταξί ως πηγή εισοδήματος κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής του. Το 2013 όμως, η πλατφόρμα Uber εισήλθε στην αγορά του Κεμπέκ και η άδειά του, όπως όλες οι άδειες ταξί σε ολόκληρη την επαρχία, άρχισε σταδιακά να χάνει την αξία της. Και το 2019, το Κεμπέκ ψήφισε νόμο για την πλήρη κατάργηση του συστήματος αδειοδότησης, συντρίβοντας τα όνειρα του Ντεριβάλ για συνταξιοδότηση. Τώρα συμμετέχει σε ομαδική αγωγή κατά της κυβέρνησης επειδή επέτρεψε στην Uber να εισέλθει στην επαρχία και, επιπλέον, η μεταρρύθμιση του νόμου για τα ταξί επέτρεψε στο Κεμπέκ να απαλλοτριώσει την άδειά του χωρίς να τον αποζημιώσει επαρκώς.
«Είναι άδικο να στερείς από τους οδηγούς ταξί το έργο της ζωής τους, είναι μια αδικία που με σοκάρει και τελικά είναι παράνομη», δήλωσε ο Μπρους Τζόνστον, δικηγόρος που εκπροσωπεί τους οδηγούς ταξί, στην εναρκτήρια αγόρευσή του, καθώς η δίκη ξεκίνησε στο δικαστήριο του Μόντρεαλ την Τρίτη.
Πριν από τη μεταρρύθμιση του 2019, κάθε ταξί στην επαρχία χρειαζόταν άδεια. Η επαρχιακή κυβέρνηση περιόριζε τον αριθμό των αδειών σε κάθε περιοχή, αλλά επέτρεπε τη μεταπώλησή τους, δημιουργώντας μια δευτερογενή αγορά και ανεβάζοντας την αξία τους σε πάνω από 200.000 δολάρια στην περιοχή του Μόντρεαλ. Οι κάτοχοι αδειών συχνά τις νοίκιαζαν έναντι αμοιβής.
«Η αγορά μιας άδειας έδινε στους ανθρώπους πρόσβαση σε μια αγορά ελεγχόμενης προσφοράς που είχε δημιουργήσει η κυβέρνηση», είπε ο Τζόνστον στο δικαστήριο, «αλλά άνοιγε κι άλλες πόρτες, επειδή οι άδειες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εγγύηση για δανειοδότηση. «Ήταν η επιχείρησή τους, ήταν το συνταξιοδοτικό τους ταμείο», τόνισε. «Για πολλούς από αυτούς, η απόφαση να αγοράσουν άδεια ταξί ήταν η πιο σημαντική οικονομική απόφαση της ζωής τους, για την οποία εργάστηκαν και έκαναν θυσίες για δεκαετίες. Ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος του οικονομικού τους σχεδιασμού».
Όταν το Κεμπέκ κατάργησε το σύστημα αδειών, έδωσε στους κατόχους τους συνολικά 800 εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση, αλλά ο Τζόνστον δήλωσε ότι το ποσό αυτό ήταν πολύ χαμηλότερο από την αγοραία αξία των αδειών πριν από την άφιξη της Uber το 2013, την οποία υπολόγισε σε περίπου 1,2 δισ. δολάρια.
Ο Ντέριβαλ αγόρασε την άδειά του το 1976 για 10.500 δολάρια, με τραπεζικό δανεισμό και τη βοήθεια ενός φίλου. Αυτή η άδεια, όπως είπε, του προσέφερε εργασία αλλά και κάτι που θα μπορούσε να μεταβιβάσει στα παιδιά του. «Τουλάχιστον, αν πέθαινα, τα παιδιά μου θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν», είπε στο δικαστήριο, αφού περιέγραψε μια σειρά από χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας τις οποίες είχε δεχθεί μετά τη μετανάστευσή του από την Αϊτή, το 1971. Η αποζημίωση που έλαβε από την κυβέρνηση (συνολικά 75.000 δολάρια) ήταν μικρότερη από τη συνολική ροή εισοδήματος που ανέμενε όταν συνταξιοδοτήθηκε νοικιάζοντας την άδειά του.
Ο Μαξ Πιερ, ένας άλλος πρώην κάτοχος άδειας που επίσης μετανάστευσε από την Αϊτή, δήλωσε στο δικαστήριο την Τρίτη ότι η αγορά άδειας ταξί ήταν ο μόνος τρόπος για να βρει δουλειά που να πληρώνει περισσότερο από τον κατώτατο μισθό. Το 1991, αγόρασε μια άδεια για 37.955 δολάρια που περιελάμβανε το όχημα, τη φωτεινή επιγραφή οροφής και ένα ταξίμετρο. Αργότερα αγόρασε άλλη μία, στην κορύφωση των τιμών της αγοράς, για 210.000 δολάρια.
Για να αγοράσει την πρώτη άδεια, όπως είπε, εγκατέλειψε πολλά, προσθέτοντας ότι τον βοήθησε η αδελφή του. Το 2017 μπόρεσε να νοικιάσει την άδεια και το ταξί του σε άλλον οδηγό για 500 δολάρια την εβδομάδα, αλλά με το τέλος του συστήματος αδειοδότησης, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 2020, και την πανδημία, κανείς δεν ενδιαφερόταν να νοικιάσει το ταξί του και, έτσι, το πούλησε.
Ο Έρικ Καντέν, δικηγόρος της κυβέρνησης του Κεμπέκ, υποστήριξε ότι η επαρχία είχε το δικαίωμα να λαμβάνει όποιες αποφάσεις ήθελε. «Ο κόσμος μπορεί να πιστεύει ότι η άφιξη της Uber στο Κεμπέκ ήταν κάτι κακό, ότι η Uber είναι κακός εταιρικός πολίτης και ότι το παλιό μονοπώλιο των ταξί θα έπρεπε να είχε διατηρηθεί», είπε ο Καντέν στο δικαστήριο, «αλλά η κυβέρνηση έλαβε πολιτικές αποφάσεις σχετικά με το πώς ήθελε να ρυθμίσει τον τομέα. «Για χρόνια μετά την είσοδό της στην αγορά, η Uber λειτουργούσε χωρίς άδεια. Όμως το 2016, το Κεμπέκ ξεκίνησε ένα πιλοτικό πρόγραμμα που επέτρεψε στην εταιρεία παροχής υπηρεσιών μεταφοράς να λειτουργεί νόμιμα. Η απόφαση αυτή αμφισβητήθηκε στα δικαστήρια, αλλά η νομιμότητά της επικυρώθηκε», δήλωσε ο Καντέν, προσθέτοντας ότι «η μεταρρύθμιση του τομέα των ταξί το 2019, η οποία προέβλεπε αποζημίωση για τους κατόχους αδειών, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ στο δικαστήριο. Ένας νόμος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί έμμεσα επειδή δεν είστε ικανοποιημένοι με τα χρήματα που έχετε λάβει», δήλωσε.
Αν και ο Καντέν δήλωσε ότι η οδήγηση ταξί είναι δύσκολη και η Uber την έκανε πιο δύσκολη, η απόφαση για την κατάργηση του συστήματος αδειών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απαλλοτρίωση, επειδή η κυβέρνηση δεν δημιούργησε ποτέ τη δική της υπηρεσία ταξί και οι οδηγοί ταξί μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται ως τέτοιοι.
Η ομαδική αγωγή, η οποία κατατέθηκε το 2018, εγείρει ζήτημα αποζημίωσης τουλάχιστον 400 εκατομμυρίων δολαρίων για τους συνυπογράφοντες, τη διαφορά δηλαδή μεταξύ της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας των περίπου 7.500 αδειών το 2014 και του πακέτου αποζημίωσης που έδωσε το Κεμπέκ στους κατόχους αδειών. Η αγωγή ζητά επίσης 1.000 δολάρια ως ποινική αποζημίωση για κάθε οδηγό ταξί.
Μια ακόμη ομαδική αγωγή οδηγών ταξί του Κεμπέκ οι οποίοι καταγγέλλουν ότι έχασαν έσοδα λόγω της άφιξης της Uber, έχει επίσης γίνει δεκτή προς συζήτηση, αλλά δεν έχει οριστεί ακόμη ημερομηνία δίκης.