Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευκρινίζει πότε μια εφαρμογή για Ταξί χρειάζεται κρατική άδεια και πότε όχι.
Διαμεσολαβητική εταιρία που δεν διαβιβάζει τις κρατήσεις στους οδηγούς ταξί και δεν καθορίζει το κόμιστρο, το οποίο καταβάλλεται απευθείας στον οδηγό στο τέλος της διαδρομής, σύμφωνα με σημερινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εμπίπτει στην Κοινωνία της Πληροφορίας και δεν χρειάζεται κρατική ή άλλη άδεια.
Η εταιρία Star Taxi App SRL, με έδρα το Βουκουρέστι (Ρουμανία), είναι μια εφαρμογή για κινητά τηλέφωνα η οποία συνδέει όσους χρειάζονται ταξί με επαγγελματίες οδηγούς ταξί. Μετά από πρόστιμο που της επιβλήθηκε από την δημοτική αρχή της πόλης επειδή δεν διέθετε σχετική άδεια, προσέφυγε στο Πρωτοδικείο Βουκουρεστίου (TribunalulBucurești) για να ακυρωθεί η απόφαση.
Το Πρωτοδικείο Βουκουρεστίου με ερώτησή του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ζητά διευκρίνιση στο αν η εν λόγω υπηρεσία αποτελεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας. Η απόφαση δημοσιεύτηκε σήμερα και αναφέρει ότι οι υπηρεσίες της συγκεκριμένης εταιρίας εμπίπτουν στην Κοινωνία της Πληροφορίας.
Η απόφαση αυτή ουδόλως επηρεάζει την ελληνική αγορά Ταξί, αφού όσα αναφέρει προβλέπονται ήδη στο Ν. 4530 και στο άρθρο 12.
Άρθρο 12 του Ν 4530/2018
Πέραν των δικαιούχων μεταφοράς επιβατών με οχήματα δημόσιας χρήσης (Ε.Δ.Χ.), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 82 και επ. του ν. 4070/2012, φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσία ηλεκτρονικής ή τηλεφωνικής διαμεσολάβησης για τη μεταφορά επιβατών με όχημα Ε.Δ.Χ., λογίζεται ότι ασκούν ως κύρια οικονομική δραστηριότητα αυτή της μεταφοράς επιβατών εάν: (α) επηρεάζουν την τιμή της υπηρεσίας μεταφοράς αμέσως ή εμμέσως διά της παροχής παράνομων εκπτώσεων ή επιδοτήσεων κομίστρου ή άλλων τρόπων διαμόρφωσης του τελικά καταβαλλόμενου ποσού από τον καταναλωτή ή (β) επηρεάζουν τις κρίσιμες πτυχές της υπηρεσίας μεταφοράς, θέτοντας προδιαγραφές, που πρέπει να πληρούν τα αυτοκίνητα, πέραν των νομίμων. Στην περίπτωση αυτή, η παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία έχει ως κύρια οικονομική δραστηριότητα αυτή της μεταφοράς επιβατών, ασκείται κατόπιν άδειας, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις της παραγράφου 2. Δεν απαιτείται η άδεια της παραγράφου 2 για την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης, οι οποίες δεν έχουν ως κύρια οικονομική δραστηριότητα αυτή της μεταφοράς επιβατών σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 3ης Δεκεμβρίου 2020 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Δυνατότητα εφαρμογής – Αμιγώς εσωτερική κατάσταση – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Άρθρο 2, στοιχείο αʹ – Έννοια των “υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας” – Άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4 – Άρθρο 4 – Δυνατότητα εφαρμογής – Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Υπηρεσίες – Κεφάλαια III (Ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών) και IV (Ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών) – Δυνατότητα εφαρμογής – Άρθρα 9 και 10 – Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 – Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία εʹ και στʹ – Έννοια του “κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες” – Έννοια του “τεχνικού κανόνα” – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Παράλειψη προηγούμενης κοινοποιήσεως – Δυνατότητα επικλήσεως – Δραστηριότητα η οποία διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένων οδηγών ταξί, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα – Χαρακτηρισμός – Εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία η δραστηριότητα αυτή υπάγεται σε καθεστώς προηγούμενης παροχής άδειας»
Στην υπόθεση C‑62/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιανουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης
Star Taxi App SRL κατά Unitatea Administrativ Teritorială Municipiul Bucureşti prin Primar General, Consiliul General al Municipiului Bucureşti, παρισταμένων των: ΙΒ, Camera Naţională a Taximetriştilor din România, D’Artex Star SRL, Auto Cobălcescu SRL,Cristaxi Service SRL,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra, D. Šváby (εισηγητή), S. Rodin και K. Jürimäe, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: R. Șereș, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
- η Star Taxi App SRL, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον C. Băcanu, στη συνέχεια δε από τον G. C. A. Ioniţă, avocați
- η Unitatea Administrativ Teritorială Municipiul Bucureşti prin Primar General, εκπροσωπούμενη από τον M. Teodorescu,
- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Bulterman και τον J. M. Hoogveld,
- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. L. Kalėda και L. Malferrari καθώς και από τις L. Nicolae και Y. G. Marinova,
- αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
- Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18) (στο εξής: οδηγία 98/34), του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 4, και του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1), των άρθρων 9, 10 και 16 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36), και, τέλος, του άρθρου 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1).
- Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Star Taxi App SRL, αφενός, και της Unitatea Administrativ Teritorială Municipiul București prin Primar General (τοπικής διοικητικής ενότητας του Δήμου Βουκουρεστίου, Ρουμανία, στο εξής: Δήμος Βουκουρεστίου) και του Consiliul General al Municipiului București (δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Βουκουρεστίου), αφετέρου, σχετικά με κανονιστική ρύθμιση η οποία εξαρτά από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας την άσκηση δραστηριότητας διευκολύνσεως της επικοινωνίας μεταξύ ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένων οδηγών ταξί, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 98/34
- Η οδηγία 2015/1535 κατήργησε και αντικατέστησε, από τις 7 Οκτωβρίου 2015, την οδηγία 98/34 και οι παραπομπές στην οδηγία 98/34 νοούνται πλέον ως παραπομπές στην οδηγία 2015/1535 δυνάμει του άρθρου 10, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής.
- Ειδικότερα, το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34 αντικαταστάθηκε, με πανομοιότυπη διατύπωση, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535.
Η οδηγία 2000/31
5. Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 ορίζει ως «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» τις «υπηρεσίες κατά την έννοια […] του άρθρου 1, [παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535]».
6. Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31 έχει ως εξής:
«2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) τα μέτρα πρέπει:
i) να είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
- δημόσια τάξη, ιδίως πρόληψη, έρευνα, διαπίστωση και δίωξη εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,
- προστασία της δημόσιας υγείας,
- δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας,
- προστασία του καταναλωτή, περιλαμβανομένου και του επενδυτή·
ii) να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους·
iii) να είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς·
β) πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και ανεξαρτήτως τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών, το κράτος μέλος:
- έχει ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή,
- έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα.»
7. Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ανάληψη και η άσκηση δραστηριότητας φορέα παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας δεν μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς προηγούμενης παροχής άδειας ή σε οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ισοδυνάμου αποτελέσματος.
2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των καθεστώτων έγκρισης που δεν αφορούν ειδικά και αποκλειστικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ή των καθεστώτων έγκρισης που προβλέπει η οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών [ΕΕ 1997, L 117, σ. 15].»
Η οδηγία 2006/123
8. Η αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2006/123 έχει ως εξής:
«Οι υπηρεσίες μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των αστικών συγκοινωνιών, των αγοραίων οχημάτων (ταξί) και των ασθενοφόρων καθώς και οι λιμενικές υπηρεσίες θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.»
9. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας προβλέπει ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στις υπηρεσίες του τομέα των μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών υπηρεσιών, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ, νυν τίτλου VI του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ.
10. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Αν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης κοινοτικής πράξης που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα, η διάταξη της άλλης κοινοτικής πράξης υπερισχύει και εφαρμόζεται σ’ αυτούς τους ειδικούς τομείς ή τα ειδικά επαγγέλματα. Στις εν λόγω πράξεις συμπεριλαμβάνονται:
α) η οδηγία 96/71/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ 1997, L 18, σ. 1)]·
β) ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 [του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1)]·
γ) η οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων [(ΕΕ 1989, L 298, σ. 23)]·
δ) η οδηγία 2005/36/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22)].»
11. Κατά το άρθρο 4, σημείο 1, της οδηγίας 2006/123, ως «υπηρεσία» νοείται κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής, κατά το άρθρο 57 ΣΛΕΕ.
12. Το κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών», περιλαμβάνει τα άρθρα 9 έως 15. Το άρθρο 9 ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους από σύστημα χορήγησης άδειας, παρά μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το σύστημα χορήγησης άδειας δεν εισάγει διακρίσεις εις βάρος του παρόχου της υπηρεσίας·
β) η ανάγκη ύπαρξης συστήματος χορήγησης άδειας δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·
γ) ο επιδιωκόμενος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό μέτρο, ιδίως επειδή οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα λάμβαναν χώρα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση για να είναι πραγματικά αποτελεσματικοί.
2. Στην έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο α), τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τα συστήματά τους για τη χορήγηση άδειας και τεκμηριώνουν τη συμβατότητά τους με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
3. Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στις πτυχές των συστημάτων χορήγησης άδειας που διέπονται αμέσως ή εμμέσως από άλλες κοινοτικές πράξεις.»
13. Κατά το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/123:
«1. Τα συστήματα χορήγησης άδειας βασίζονται σε κριτήρια τα οποία δεν επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν την εξουσία τους αυθαίρετα.
2. Τα κριτήρια της παραγράφου 1:
- δεν εισάγουν διακρίσεις·
- δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·
- είναι αναλογικά προς τον προαναφερόμενο στόχο δημόσιου συμφέροντος·
- είναι σαφή και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση·
- είναι αντικειμενικά·
- έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων·
- είναι διαφανή και προσβάσιμα.»
14. Στο κεφάλαιο IV της οδηγίας αυτής, το οποίο αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, περιλαμβάνεται το άρθρο 16, το οποίο ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη σέβονται το δικαίωμα των παρόχων υπηρεσιών να παρέχουν υπηρεσίες σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο εδρεύουν.
Το κράτος μέλος στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία εξασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών και την ελεύθερη άσκησή της στο έδαφός του.
Τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στο έδαφός τους από απαιτήσεις που δεν τηρούν τις ακόλουθες αρχές:
- μη εισαγωγή διακρίσεων: οι απαιτήσεις δεν πρέπει να εισάγουν, άμεσα ή έμμεσα, διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, ανάλογα με το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύουν·
- αναγκαιότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος·
- αναλογικότητα: οι απαιτήσεις πρέπει να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου.
2. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών [από] πάροχο ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, ιδίως επιβάλλοντας τις ακόλουθες απαιτήσεις:
- την υποχρέωση για τον πάροχο να είναι εγκατεστημένος στο έδαφός τους·
- την υποχρέωση για τον πάροχο να εξασφαλίζει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής σε μητρώο ή σε επαγγελματικό φορέα ή σύλλογο που λειτουργεί στο έδαφός τους, εκτός από περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή σε άλλες πράξεις του κοινοτικού δικαίου·
- την απαγόρευση για τον πάροχο να αποκτήσει στο έδαφός τους υποδομή ορισμένης μορφής ή είδους, συμπεριλαμβανομένου γραφείου ή δικηγορικού γραφείου, που είναι απαραίτητη για την παροχή των υπηρεσιών του·
- την εφαρμογή ειδικού συμβατικού καθεστώτος μεταξύ παρόχου και αποδέκτη που εμποδίζει ή περιορίζει την παροχή υπηρεσιών από αυτοαπασχολούμενο·
- την υποχρέωση για τον πάροχο να διαθέτει συγκεκριμένο έγγραφο ταυτότητας για την άσκηση μιας δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών, το οποίο χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές τους·
- απαιτήσεις οι οποίες θίγουν τη χρήση εξοπλισμού και υλικού που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παροχής της υπηρεσίας, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για την υγεία και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας·
- περιορισμούς στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο 19.»
Η οδηγία 2015/1535
15. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, εʹ, και στʹ, της οδηγίας 2015/1535 ορίζει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
β) “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών.
Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:
- “εξ αποστάσεως”: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα,
- “με ηλεκτρονικά μέσα”: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,
- “κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.
ε) “κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες”: απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών που περιγράφονται στο στοιχείο β) και στην άσκησή τους, ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες που ορίζονται στο ίδιο σημείο.
Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:
- ένας κανόνας θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν, αν ληφθεί υπόψη η αιτιολογία και το κείμενό του, έχει συγκεκριμένο σκοπό και αντικείμενο, είτε εξ ολοκλήρου είτε σε επί μέρους διατάξεις, να ρυθμίσει με σαφή και εύστοχο τρόπο τις υπηρεσίες αυτές,
- ένας κανόνας δεν θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν αφορά τις υπηρεσίες αυτές μόνον κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση·
στ) “τεχνικός κανόνας”: τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 7, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.
16. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, προβλέπει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.»
17. Κατά το άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας:
«Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία [98/34] νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙV.»
Το ρουμανικό δίκαιο
Ο νόμος 38/2003
18. Το άρθρο 1er bis του Legea nr. 38/2003 privind transportul în regim de taxi și în regim de închiriere (νόμου 38/2003 για μεταφορά με ταξί και μισθωμένα οχήματα), της 20ής Ιανουαρίου 2003 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 45, της 28ης Ιανουαρίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:
j) “διαχείριση υπηρεσιών ταξί”, στο εξής “διαχείριση ταξί”: δραστηριότητα που συνδέεται με τη μεταφορά με ταξί, η οποία συνίσταται στη λήψη των αιτημάτων των πελατών τηλεφωνικώς ή με άλλα μέσα και στη διαβίβασή τους στον οδηγό ταξί μέσω ραδιοπομποδέκτη».
19. Το άρθρο 15 του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:
«1. Η δραστηριότητα διαχείρισης ταξί μπορεί να ασκείται μόνον εντός των ορίων του τόπου τον οποίο αφορά η άδεια, από οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, καλούμενο στο εξής “κέντρο κρατήσεων”, το οποίο διαθέτει άδεια που χορηγείται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
2. Η άδεια διαχείρισης ταξί μπορεί να χορηγηθεί υπό την προϋπόθεση της κατάθεσης των εξής εγγράφων:
- αντιγράφου του χορηγούμενου από το εμπορικό μητρώο πιστοποιητικού καταχώρισης·
- υπεύθυνης δήλωσης του φορέα διαχείρισης των υπηρεσιών μεταφοράς με ταξί ή μισθωμένο όχημα, στην οποία δηλώνει ότι το κέντρο κρατήσεων διαθέτει τα αναγκαία τεχνικά μέσα, ραδιοπομποδέκτη, ασφαλή ραδιοσυχνότητα, εξουσιοδοτημένο προσωπικό και τους αναγκαίους χώρους·
- αντιγράφου του πιστοποιητικού χειριστή ραδιοτηλεφωνίας που κατέχουν οι υπάλληλοι του κέντρου κρατήσεων ταξί, το οποίο έχει χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή επικοινωνιών·
- αντιγράφου της άδειας χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων που έχει χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή.
5. Οι αδειοδοτημένοι μεταφορείς που παρέχουν υπηρεσίες ταξί χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες κέντρου κρατήσεων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, βάσει σύμβασης για την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης ταξί που συνάπτεται με το εν λόγω κέντρο υπό όρους που δεν εισάγουν διακρίσεις.
6. Η χρήση υπηρεσιών διαχείρισης ταξί είναι υποχρεωτική για όλα τα ταξί των αδειοδοτημένων μεταφορέων που ασκούν τη δραστηριότητά τους εντός των ορίων συγκεκριμένου τόπου, εξαιρουμένων των τόπων στους οποίους έχουν χορηγηθεί λιγότερες από εκατό άδειες ταξί, όπου η χρήση της υπηρεσίας αυτής είναι προαιρετική.
8. Οι συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης ταξί που συνάπτονται με αδειοδοτημένους μεταφορείς πρέπει να περιλαμβάνουν ρήτρες σχετικά με τις υποχρεώσεις των μερών για τήρηση της νομοθεσίας που αφορά την ποιότητα και τη νομιμότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας καθώς και τα συμφωνηθέντα κόμιστρα.
9. Τα ταξί που εξυπηρετούνται από κέντρο κρατήσεων μπορούν να παρέχουν την υπηρεσία μεταφοράς εφαρμόζοντας είτε ενιαίο κόμιστρο είτε κόμιστρα που διαφοροποιούνται ανάλογα με την κατηγορία των οχημάτων, σύμφωνα με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαχείρισης ταξί.
10. Το κέντρο κρατήσεων θέτει στη διάθεση των αδειοδοτημένων μεταφορέων τους οποίους εξυπηρετεί τους ραδιοπομποδέκτες για να τους τοποθετήσουν στα ταξί, βάσει σύμβασης μίσθωσης που συνάπτεται υπό όρους που δεν εισάγουν διακρίσεις.»
Η απόφαση 178/2008
20. Εντός των ορίων του Δήμου Βουκουρεστίου, οι υπηρεσίες ταξί διέπονται από τις διατάξεις της Hotărârea Consiliului General al Municipiului București nr. 178/2008 privind aprobarea Regulamentului cadru, a Caietului de sarcini și a contractului de atribuire în gestiune delegată pentru organizarea și executarea serviciului public de transport local în regim de taxi (αποφάσεως υπ’ αριθ. 178/2008 του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Βουκουρεστίου για την έγκριση του κανονισμού-πλαισίου, της συγγραφής υποχρεώσεων και της σύμβασης παραχώρησης της κατ’ ανάθεση διαχείρισης της οργάνωσης και παροχής της υπηρεσίας δημόσιας τοπικής μεταφοράς με ταξί), της 21ης Απριλίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση του Δήμου Βουκουρεστίου υπ’ αριθ. 626/2017, της 19ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής: απόφαση 178/2008).
21. Το άρθρο 3 του παραρτήματος 1 της αποφάσεως 178/2008 ορίζει τα εξής:
«Οι όροι και οι έννοιες που χρησιμοποιούνται και ορίζονται στον νόμο 38/2003 έχουν την ίδια σημασία στο παρόν κείμενο και, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού-πλαισίου, οι ακόλουθες έννοιες ορίζονται ως εξής:
i bis) διαχείριση ταξί με οποιοδήποτε άλλο μέσο: δραστηριότητα ασκούμενη από κέντρο κρατήσεων το οποίο έχει λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή για να λαμβάνει τα αιτήματα των πελατών μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής ή αιτήματα που υποβάλλονται μέσω της ιστοσελίδας αδειοδοτημένου κέντρου κρατήσεων και να τα διαβιβάζει στους οδηγούς ταξί μέσω ραδιοπομποδέκτη·
i ter) εφαρμογή πληροφορικής: λογισμικό που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί σε κινητή ή σταθερή συσκευή, το οποίο ανήκει αποκλειστικώς στο αδειοδοτημένο κέντρο κρατήσεων και του οποίου φέρει την επωνυμία·
22. Το άρθρο 21 του παραρτήματος Ι έχει ως εξής:
«1. Εντός των ορίων του Δήμου Βουκουρεστίου, η χρήση των υπηρεσιών διαχείρισης ταξί είναι υποχρεωτική για όλα τα ταξί των αδειοδοτημένων μεταφορέων και οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται αποκλειστικώς από τα κέντρα κρατήσεων που έχουν λάβει άδεια από την αρμόδια για την έκδοση αδειών αρχή του Δήμου Βουκουρεστίου, υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν στον πελάτη τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις εν λόγω υπηρεσίες μέσω τηλεφώνου ή με άλλα μέσα, συμπεριλαμβανομένων εφαρμογών που συνδέονται με το διαδίκτυο και φέρουν υποχρεωτικά την επωνυμία του κέντρου κρατήσεων όπως αναγράφεται στην άδεια διαχείρισης ταξί που χορηγήθηκε από την αρμόδια για την έκδοση αδειών αρχή του Δήμου Βουκουρεστίου.
[…]
3 bis. Η χρήση των υπηρεσιών διαχείρισης ταξί είναι υποχρεωτική για όλα τα ταξί των αδειοδοτημένων μεταφορέων που ασκούν τη δραστηριότητα μεταφοράς με ταξί εντός των ορίων του Δήμου Βουκουρεστίου, οι δε υπηρεσίες αυτές παρέχονται αποκλειστικά από τα κέντρα κρατήσεων που έχουν λάβει άδεια από την αρμόδια για την έκδοση αδειών αρχή του Δήμου Βουκουρεστίου, υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν στον πελάτη τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις εν λόγω υπηρεσίες μέσω τηλεφώνου ή με άλλα μέσα (εφαρμογές πληροφορικής, αιτήματα που υποβάλλονται μέσω της ιστοσελίδας κέντρου κρατήσεων) και να διαβιβάζει τα αιτήματα στους οδηγούς ταξί μέσω ραδιοπομποδέκτη.»
23. Το άρθρο 41, παράγραφος 2 bis, του εν λόγω παραρτήματος προβλέπει τα εξής:
«Κατά την άσκηση της δραστηριότητας μεταφοράς με ταξί, οι οδηγοί ταξί υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να μη χρησιμοποιούν τηλέφωνα ή άλλες κινητές συσκευές κατά τη διάρκεια της παροχής της υπηρεσίας μεταφοράς.»
24. Το άρθρο 59, σημείο 6 bis, του ίδιου παραρτήματος έχει ως εξής:
«Η μη τήρηση των υποχρεώσεων του άρθρου 21, παράγραφος 3 bis, που ισχύουν για όλες τις εξομοιούμενες δραστηριότητες, ανεξαρτήτως του τρόπου και του περιβάλλοντος μέσω του οποίου ασκούνται, και έχουν ως αποτέλεσμα να έρχονται σε επαφή οδηγός που δεν έχει άδεια ή αδειοδοτημένος μεταφορέας ταξί για τη μεταφορά προσώπου ή ομάδας προσώπων εντός των ορίων του Δήμου Βουκουρεστίου τιμωρείται με πρόστιμο μεταξύ 4 500 και 5 000 [ρουμανικά λέι (RON) (περίπου 925 και 1 025 ευρώ)].»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
25. Η Star Taxi App είναι εταιρία ρουμανικού δικαίου με έδρα το Βουκουρέστι που εκμεταλλεύεται εφαρμογή για έξυπνα τηλέφωνα η οποία φέρει την επωνυμία της και συνδέει απευθείας τους χρήστες υπηρεσιών ταξί με τους οδηγούς ταξί.
26. Το αιτούν δικαστήριο περιγράφει τη λειτουργία της εφαρμογής αυτής, η οποία μπορεί να τηλεφορτωθεί δωρεάν, ως εξής.
27. Όταν ένα άτομο επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλης, πραγματοποιεί αναζήτηση μέσω της εν λόγω εφαρμογής, η οποία προτείνει κατάλογο διαθέσιμων οδηγών ταξί, με πέντε ή έξι τύπους αυτοκινήτων, που προτείνουν διαφορετικές τιμές. Ο πελάτης μπορεί να επιλέξει έναν από τους οδηγούς του καταλόγου βάσει των προηγουμένων σχολίων και βαθμολογιών από άλλους πελάτες, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να αρνηθεί την προσφορά. Πάντως, η Star Taxi App δεν διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών στους οδηγούς ταξί και δεν καθορίζει το κόμιστρο, το οποίο καταβάλλεται απευθείας στον οδηγό στο τέλος της διαδρομής.
28. Η Star Taxi App παρέχει την υπηρεσία αυτή συνάπτοντας απευθείας συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με οδηγούς ταξί που έχουν επαγγελματική άδεια για την εκτέλεση μεταφορών με ταξί, χωρίς να τους επιλέγει. Δυνάμει των συμβάσεων, τίθενται στη διάθεση των οδηγών αυτών μια ηλεκτρονική εφαρμογή, καλούμενη «STAR TAXI – οδηγός», ένα έξυπνο τηλέφωνο στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εφαρμογή και μια κάρτα SIM με περιορισμένο όγκο δεδομένων, έναντι καταβολής μηνιαίας συνδρομής. Επιπλέον, η Star Taxi App δεν ασκεί έλεγχο ούτε ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ούτε ως προς τη συμπεριφορά των οδηγών.
29. Στις 19 Δεκεμβρίου 2017 ο Δήμος Βουκουρεστίου εξέδωσε την απόφαση 626/2017 βάσει του νόμου 38/2003.
30. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η τελευταία αυτή απόφαση, προσθέτοντας τα σημεία i bis και i ter στο άρθρο 3 του παραρτήματος 1 της αποφάσεως 178/2008, επεξέτεινε τον ορισμό της δραστηριότητας «διαχείρισης ταξί», η οποία υπόκειται στη χορήγηση της προβλεπόμενης από τον νόμο 38/2003 προηγούμενης άδειας, στη δραστηριότητα της ίδιας φύσεως που πραγματοποιείται μέσω εφαρμογής πληροφορικής. Με την τροποποίηση του άρθρου 21 του παραρτήματος αυτού, η εν λόγω απόφαση κατέστησε επίσης υποχρεωτικές τις υπηρεσίες διαχείρισης για όλα τα ταξί των αδειοδοτημένων μεταφορέων. Επομένως, οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται αποκλειστικώς από τα κέντρα κρατήσεων που έχουν λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή, υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν στον πελάτη τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις εν λόγω υπηρεσίες μέσω τηλεφώνου ή με άλλα μέσα, συμπεριλαμβανομένων εφαρμογών που συνδέονται με το διαδίκτυο και φέρουν υποχρεωτικά την επωνυμία του κέντρου κρατήσεων όπως αναγράφεται στην άδεια διαχείρισης που χορηγήθηκε από την αρμόδια αρχή. Τέλος, η ίδια απόφαση προσέθεσε στο σημείο 6 bis του άρθρου 59 της αποφάσεως 178/2008 ότι η μη τήρηση των κανόνων αυτών τιμωρείται πλέον με πρόστιμο κυμαινόμενο μεταξύ 4 500 και 5 000 RON (περίπου 925 και 1 025 ευρώ).
31. Στη Star Taxi App επιβλήθηκε πρόστιμο 4 500 RON (περίπου 925 ευρώ) λόγω παράβασης της εν λόγω κανονιστικής ρύθμισης.
32. Επειδή όμως η Star Taxi App θεωρεί ότι η δραστηριότητά της αποτελεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς προηγούμενης παροχής άδειας ή σε οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/31, άσκησε ενδικοφανή προσφυγή με την οποία ζήτησε την ανάκληση της αποφάσεως 626/2017. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε για τον λόγο ότι η θέσπιση της επίμαχης ρύθμισης είχε καταστεί αναγκαία λόγω του σημαντικού αριθμού αιτημάτων τα οποία λαμβάνονταν από μη αδειοδοτημένες νομικές οντότητες και ότι η ρύθμιση αυτή δεν προσέβαλε την ελευθερία παροχής υπηρεσιών με ηλεκτρονικά μέσα καθόσον ρυθμίζει υπηρεσία διαμεσολάβησης συνδεόμενη με τη δραστηριότητα μεταφοράς ατόμων με ταξί.
33. Κατόπιν τούτου, η Star Taxi App άσκησε ενώπιον του Tribunalul București (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία) προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης 626/2017.
34. Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η επίδικη ενώπιόν του υπηρεσία διακρίνεται από την υπηρεσία την οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:981), στην οποία, όπως επισημαίνει, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπηρεσία διαμεσολάβησης στο πλαίσιο της οποίας, μέσω μιας εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, διευκολύνεται έναντι αμοιβής η επικοινωνία μεταξύ μη επαγγελματιών οδηγών που χρησιμοποιούν δικό τους όχημα και ατόμων που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123, και αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών γενικώς και, ειδικότερα, της οδηγίας 2006/123 και της οδηγίας 2000/31. Σε αντίθεση προς τον πάροχο της επίδικης στην υπόθεση εκείνη υπηρεσίας, η Star Taxi App δεν επιλέγει μη επαγγελματίες οδηγούς που χρησιμοποιούν το δικό τους όχημα, αλλά συνάπτει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με οδηγούς που έχουν επαγγελματική άδεια για την εκτέλεση μεταφορών με ταξί, δεν καθορίζει το κόμιστρο ούτε το εισπράττει από τον πελάτη ο οποίος το καταβάλλει απευθείας στον οδηγό ταξί, ούτε ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.
35. Παρ’ όλα αυτά, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν η παρεχόμενη από τη Star Taxi App υπηρεσία πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν ρύθμιση κατά την οποία η παροχή τέτοιας υπηρεσίας υπάγεται σε καθεστώς προηγούμενης παροχής άδειας είναι σύμφωνη με την οδηγία 2000/31 και πρέπει να γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή πριν από τη θέσπισή της σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2015/1535.
36. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunalul București (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1. Έχουν οι διατάξεις [του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34 και του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31], κατά τις οποίες υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας είναι “υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”, την έννοια ότι δραστηριότητα όπως αυτή που ασκεί η Star Taxi App (ήτοι υπηρεσία που φέρνει απευθείας σε επαφή, μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής, πελάτες ταξί και οδηγούς ταξί) πρέπει να θεωρηθεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας και της συνεργατικής οικονομίας (δεδομένου ότι η Star Taxi App δεν πληροί τα κριτήρια που απαιτούνται για να χαρακτηριστεί μεταφορέας, τα οποία εκτίθενται από το Δικαστήριο στη σκέψη 39 της αποφάσεως της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi, C‑434/15, EU:C:2017:981, η οποία αφορά την Uber);
2) Σε περίπτωση που [η υπηρεσία η οποία παρέχεται από τη] Star Taxi App θεωρηθεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, συνεπάγονται οι διατάξεις του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/31, των άρθρων 9, 10 και 16 της οδηγίας 2006/123 καθώς και του άρθρου 56 ΣΛΕΕ την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη δραστηριότητα της Star Taxi App; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αντιτίθενται οι διατάξεις αυτές σε ρύθμιση όπως η [προβλεπόμενη στο άρθρο 3, στο άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 3 bis, στο άρθρο 41, παράγραφος 2 bis, και στο άρθρο 59, σημείο 6 bis, του παραρτήματος I της αποφάσεως 178/2008];
3) Σε περίπτωση που η οδηγία 2000/31 εφαρμόζεται στην υπηρεσία που παρέχει η Star Taxi App, αποτελούν οι περιορισμοί που επιβάλλει κράτος μέλος στην ελεύθερη παροχή μιας ηλεκτρονικής υπηρεσίας, εξαρτώντας τη δυνατότητα παροχής της υπηρεσίας αυτής από την κατοχή άδειας, έγκυρα μέτρα [κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού];
4) Αντιτίθενται οι διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας 2015/1535 στη θέσπιση, χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, ρυθμίσεως όπως η [προβλεπόμενη στο άρθρο 3, στο άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 3 bis, στο άρθρο 41, παράγραφος 2 bis, και στο άρθρο 59, σημείο 6 bis, του παραρτήματος I της απόφασης 178/2008];»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
37. Το Δικαστήριο, αφού αποφάσισε να αποφανθεί χωρίς επ’ ακροατηρίου συζήτηση λόγω των κινδύνων για την υγεία που συνδέονται με την πανδημία του κορονοϊού, απηύθυνε στους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένους διάφορες ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση στις οποίες απάντησαν η Star Taxi App και η Επιτροπή.
Επί των ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
38. Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, με το πρώτο ερώτημα, στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34. Ωστόσο, η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, πριν από την έκδοση της αποφάσεως 626/2017, από την οδηγία 2015/1535, της οποίας το άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, προβλέπει ότι οι αναφορές στην οδηγία 98/34 νοούνται ως αναφορές στην οδηγία 2015/1535. Επομένως, στο πλαίσιο του υπό εξέταση ερωτήματος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της τελευταίας αυτής οδηγίας.
39. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο, με το ερώτημά του, απλώς επισημαίνει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη δραστηριότητα έχει τη μορφή υπηρεσίας που φέρνει απευθείας σε επαφή, μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής, πελάτες και οδηγούς ταξί, η οποία όμως δεν πληροί τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 39 της αποφάσεως της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:981).
40. Εντούτοις, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 26 έως 28 και 34 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο παρέχει με την απόφαση περί παραπομπής περισσότερες διευκρινίσεις όσον αφορά τον τρόπο οργανώσεως της οικείας δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρόκειται για υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία φέρνει σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν με ταξί και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί. Διευκρινίζεται ακόμη ότι οι τελευταίοι οφείλουν να καταβάλλουν μηνιαία συνδρομή για τη χρήση της εφαρμογής αυτής, αλλά ο πάροχος των υπηρεσιών δεν τους διαβιβάζει απευθείας τα αιτήματα των πελατών ούτε καθορίζει το κόμιστρο, το οποίο δεν καταβάλλεται μέσω αυτού. Επομένως, τα προεκτεθέντα πρέπει να ληφθούν πλήρως υπόψη για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα.
41. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το πρώτο ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, έχει την έννοια ότι συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τις διατάξεις αυτές, υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, για την οποία ο πάροχος της εν λόγω υπηρεσίας έχει συνάψει προς τούτο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους οδηγούς αυτούς έναντι καταβολής μηνιαίας συνδρομής, αλλά δεν τους διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών, δεν καθορίζει το κόμιστρο ούτε το εισπράττει από τα άτομα αυτά, τα οποία το καταβάλλουν απευθείας στον οδηγό ταξί, ούτε ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.
42. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, ως «υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών» νοείται «κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών».
43. Επισημαίνεται δε, αφενός, ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ή τους λοιπούς ενδιαφερομένους που μετείχαν στην παρούσα διαδικασία ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη δραστηριότητα διαμεσολάβησης συνιστά «υπηρεσία» κατά την έννοια των άρθρων 56 και 57 ΣΛΕΕ.
44. Αφετέρου, αποδείχθηκε, κατ’ αρχάς, ότι τέτοια υπηρεσία διαμεσολάβησης πληροί την πρώτη προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, ήτοι ότι παρέχεται έναντι αμοιβής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 46).
45. Συναφώς, είναι αδιάφορο αν μια τέτοια υπηρεσία παρέχεται δωρεάν στο άτομο που επιθυμεί να μετακινηθεί ή μετακινείται εντός πόλης, εφόσον προϋποθέτει τη σύναψη μεταξύ του παρόχου της υπηρεσίας αυτής και εκάστου αδειοδοτημένου οδηγού ταξί συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σε συνδυασμό με την εκ μέρους του τελευταίου καταβολή μηνιαίας συνδρομής. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η αμοιβή για υπηρεσία που παρέχεται από πάροχο υπηρεσιών στο πλαίσιο της οικονομικής του δραστηριότητας δεν καταβάλλεται κατ’ ανάγκην από όλους όσους όσοι ωφελούνται από αυτήν (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Mc Fadden, C‑484/14, EU:C:2016:689, σκέψη 41, και της 4ης Μαΐου 2017, Vanderborght, C‑339/15, EU:C:2017:335, σκέψη 36).
46. Στη συνέχεια, καθόσον η διευκόλυνση της επικοινωνίας ατόμου που επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλης και αδειοδοτημένου οδηγού ταξί πραγματοποιείται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας χωρίς ταυτόχρονη παρουσία, αφενός, του παρέχοντος την υπηρεσία διαμεσολάβησης και, αφετέρου, του ως άνω ατόμου ή οδηγού, η εν λόγω υπηρεσία πρέπει να θεωρηθεί ως παρεχόμενη εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 47), κατά την έννοια της δεύτερης και τρίτης προϋποθέσεως που τίθενται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535.
47. Τέλος, υπηρεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης παρέχεται κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας των αποδεκτών της, κατά την έννοια της τέταρτης προϋποθέσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή, δεδομένου ότι προϋποθέτει, συγχρόνως, αίτημα, το οποίο υποβάλλεται μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής Star Taxi, εκ μέρους του ατόμου που επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλης και σύνδεση με την εφαρμογή αυτή εκ μέρους του αδειοδοτημένου οδηγού ταξί ο οποίος δηλώνει ότι είναι διαθέσιμος.
48. Επομένως, μια τέτοια υπηρεσία πληροί τις τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535 και, ως εκ τούτου, συνιστά κατ’ αρχήν «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31.
49. Όπως όμως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι υπηρεσία διαμεσολάβησης που πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων αυτών συνιστά, κατ’ αρχήν, υπηρεσία αυτοτελή έναντι της επακόλουθης υπηρεσίας με την οποία σχετίζεται, εν προκειμένω της υπηρεσίας μεταφοράς, και, επομένως, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», εντούτοις, δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο όταν προκύπτει ότι η εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι υπηρεσία υπαγόμενη σε άλλο νομικό χαρακτηρισμό (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν ένας πάροχος υπηρεσίας διαμεσολάβησης δημιουργεί προσφορά υπηρεσιών αστικής μεταφοράς, την οποία καθιστά προσβάσιμη ιδίως μέσω εργαλείων πληροφορικής και την οποία οργανώνει ως προς τη γενική της λειτουργία υπέρ των προσώπων που προτίθενται να κάνουν χρήση της εν λόγω προσφοράς, η παρεχόμενη υπηρεσία διαμεσολάβησης πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας το κύριο στοιχείο είναι η υπηρεσία μεταφοράς και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, αλλά ως «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή ούτε η οδηγία 2000/31, ούτε η οδηγία 2006/123, ούτε το άρθρο 56 ΣΛΕΕ (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi, C‑434/15, EU:C:2017:981, σκέψεις 38 έως 44).
51. Λαμβανομένων όμως υπόψη των χαρακτηριστικών της, υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών», αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο Δήμος Βουκουρεστίου.
52. Πρώτον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, σε αντίθεση προς την υπηρεσία διαμεσολάβησης την οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:981), η οποία δημιούργησε και κατέστησε προσβάσιμη την παροχή υπηρεσιών μετακίνησης εντός πόλης από μη επαγγελματίες οδηγούς οι οποίοι προηγουμένως δεν δραστηριοποιούνταν στην αγορά, η επίμαχη στην κύρια δίκη υπηρεσία απλώς φέρνει σε επαφή, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης μόνο με αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί με προϋπάρχουσα δραστηριότητα, για τους οποίους η εν λόγω υπηρεσία αποτελεί απλώς έναν μεταξύ περισσότερων τρόπων άγρας πελατείας, τον οποίο, επιπλέον, ουδόλως υποχρεούνται να χρησιμοποιήσουν.
53. Δεύτερον, μια τέτοια υπηρεσία διαμεσολάβησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οργανώνει τη γενική λειτουργία της επακόλουθης υπηρεσίας μετακίνησης εντός πόλης, εφόσον ο πάροχος δεν επιλέγει τους οδηγούς ταξί ούτε καθορίζει ή εισπράττει το κόμιστρο ούτε ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.
54. Επομένως, υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως αυτή που παρέχει η Star Taxi App δεν μπορεί να θεωρηθεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι η παροχή υπηρεσίας μεταφοράς και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31.
55. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, έχει την έννοια ότι συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τις διατάξεις αυτές, υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, για την οποία ο πάροχος της εν λόγω υπηρεσίας έχει συνάψει προς τούτο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους οδηγούς αυτούς έναντι καταβολής μηνιαίας συνδρομής, αλλά δεν τους διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών, δεν καθορίζει το κόμιστρο ούτε το εισπράττει από τα άτομα αυτά, τα οποία το καταβάλλουν απευθείας στον οδηγό ταξί, ούτε ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.
Επί του τετάρτου ερωτήματος
56. Με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν προσκρούει στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 η θέσπιση, χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, κανονιστικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εν προκειμένω της ρυθμίσεως του άρθρου 3, του άρθρου 21, παράγραφοι 1 και 3 bis, του άρθρου 41, παράγραφος 2 bis, και του άρθρου 59, σημείο 6 bis, του παραρτήματος 1 της αποφάσεως 178/2008.
57. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 προβλέπει ότι, κατ’ αρχήν, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο «τεχνικού κανόνα» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και ότι, κατά πάγια νομολογία, η αθέτηση από ένα κράτος μέλος της υποχρεώσεως προηγούμενης κοινοποιήσεως τέτοιου σχεδίου συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του οικείου «τεχνικού κανόνα» έναντι των ιδιωτών (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C‑194/94, EU:C:1996:172, σκέψεις 49 και 50), είτε στο πλαίσιο ποινικής δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince, C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 84), είτε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ιδιωτών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, James Elliott Construction, C‑613/14, EU:C:2016:821, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
58. Επομένως, η υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως ισχύει μόνον όταν το υπό εξέταση σχέδιο έχει ως αντικείμενο τεχνικό κανόνα κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας.
59. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2015/1535 έχει την έννοια ότι συνιστά «τεχνικό κανόνα», κατά την εν λόγω διάταξη, ρύθμιση τοπικής αρχής που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535 έχει την έννοια ότι η έλλειψη προηγούμενης κοινοποιήσεως του σχεδίου της ρυθμίσεως αυτής στην Επιτροπή συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της θεσπισθείσας ρυθμίσεως έναντι των ιδιωτών.
60. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ρυθμίσεως αυτής, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2015/1535 προκύπτει ότι «τεχνικός κανόνας» είναι «τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 7, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών».
61. Επομένως, για να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «τεχνικός κανόνας» μια εθνική ρύθμιση που άπτεται μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, δεν πρέπει μόνο να χαρακτηρίζεται ως «κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες», όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2015/1535, αλλά να είναι επίσης υποχρεωτική de jure ή de facto, μεταξύ άλλων, για την παροχή της οικείας υπηρεσίας ή τη χρησιμοποίησή της σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του.
62. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, πρώτο εδάφιο, της ως άνω οδηγίας, ως «κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες» ορίζεται μια «απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των [υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας] και στην άσκησή τους, ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις [υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας]».
63. Το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής διευκρινίζει ότι, για τους σκοπούς του ορισμού αυτού, «ένας κανόνας θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν, αν ληφθεί υπόψη η αιτιολογία και το κείμενό του, έχει συγκεκριμένο σκοπό και αντικείμενο, είτε εξ ολοκλήρου είτε σε επί μέρους διατάξεις, να ρυθμίσει με σαφή και εύστοχο τρόπο τις υπηρεσίες αυτές». Προσθέτει επίσης ότι «ένας κανόνας δεν θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν αφορά τις υπηρεσίες αυτές μόνον κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση».
64. Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρουμανική ρύθμιση, είτε πρόκειται για τον νόμο 38/2003 είτε για την απόφαση 178/2008, ουδόλως μνημονεύει τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας. Επιπλέον, το άρθρο 3, το άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 3 bis, καθώς και το άρθρο 41, παράγραφος 2 bis, του παραρτήματος 1 της αποφάσεως 178/2008 αφορούν αδιακρίτως όλα τα είδη υπηρεσιών διαχειρίσεως ταξί, είτε παρέχονται τηλεφωνικώς είτε με οποιοδήποτε άλλο μέσο, όπως μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής.
65. Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 108 των προτάσεών του, ο νόμος 38/2003 επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών διαχειρίσεως ταξί, οι οποίοι ασκούν τη δραστηριότητά τους μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, όπως και σε όλους τους άλλους επιχειρηματίες που παρέχουν υπηρεσία διαχειρίσεως ταξί, την υποχρέωση να κατέχουν εξοπλισμό –εν προκειμένω τους ραδιοπομποδέκτες– που στερείται κάθε χρησιμότητας λόγω των τεχνικών λεπτομερειών της παροχής της υπηρεσίας αυτής.
66. Επομένως, εφόσον δεν αφορά συγκεκριμένα τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη αφορά τις υπηρεσίες αυτές μόνον κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση. Επομένως, τέτοιος κανόνας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2015/1535 και, κατά συνέπεια, ως «τεχνικός κανόνας» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ.
67. Συνεπώς, η υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή των σχεδίων των «τεχνικών κανόνων», την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1535, δεν έχει εφαρμογή σε τέτοια ρύθμιση και, ως εκ τούτου, η μη κοινοποίηση σχεδίου τέτοιας φύσεως δεν μπορεί, βάσει της διατάξεως αυτής, να έχει συνέπειες όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως της σχεδιαζόμενης ρυθμίσεως σε διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης.
68. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2015/1535 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά «τεχνικό κανόνα», κατά τη διάταξη αυτή, ρύθμιση τοπικής αρχής που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί.
Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος
69. Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/31, τα άρθρα 9, 10 και 16 της οδηγίας 2006/123, καθώς και το άρθρο 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί και η οποία προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τη διαβίβαση των διαδρομών στους οδηγούς μέσω ραδιοπομποδέκτη.
70. Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε μεταξύ της Star Taxi App, εταιρίας ρουμανικού δικαίου εγκατεστημένης στη Ρουμανία, και δύο ρουμανικών δημοσίων αρχών, ήτοι του Δήμου Βουκουρεστίου και του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Βουκουρεστίου, και, ως εκ τούτου, η διαφορά αυτή χαρακτηρίζεται από στοιχεία τα οποία εντοπίζονται όλα στο εσωτερικό του ρουμανικού κράτους.
71. Κατά πάγια νομολογία όμως οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν εφαρμόζονται σε καταστάσεις όπου όλα τα σχετικά στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten, C‑268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
72. Από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31 προκύπτει επίσης ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος και η παράγραφος 4 του άρθρου αυτού προβλέπει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις τη δυνατότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα παρεκκλίνοντα από τη διάταξη αυτή.
73. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο IV σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται μόνο στις υπηρεσίες που παρέχονται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πάροχος των υπηρεσιών, αντιθέτως προς τις διατάξεις του κεφαλαίου III της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά την ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών, ήτοι τα άρθρα 9 έως 15 της οδηγίας, τα οποία εφαρμόζονται και σε κατάσταση της οποίας όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Cali Apartments, C‑724/18 και C‑727/18, EU:C:2020:743, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
74. Κατά συνέπεια, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31 καθώς και το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123 δεν έχουν εφαρμογή σε διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης.
75. Όσον αφορά τις λοιπές διατάξεις τις οποίες αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, ήτοι το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/31, ως προς το οποίο δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα ούτε από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ότι εφαρμόζεται μόνο στους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2018, X και Visser, C‑360/15 και C‑31/16, EU:C:2018:44, σκέψεις 99 και 100), καθώς και τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2006/123, ως προς τα οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως ότι εφαρμόζονται επίσης σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, πρέπει να επισημανθεί ότι θεσπίζουν, προβλέποντας διαφορετικές προϋποθέσεις, την κατ’ αρχήν απαγόρευση των καθεστώτων χορηγήσεως άδειας. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να καθοριστεί ποια από τις διατάξεις αυτές μπορεί να έχει εφαρμογή σε ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.
76. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 και 48 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης υπηρεσία διαμεσολάβησης δεν εμπίπτει μόνο στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας» κατά την έννοια του άρθρου 57 ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, του άρθρου 4, σημείο 1, της οδηγίας 2006/123, αλλά και στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535.
77. Κατά συνέπεια, κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία ρυθμίζει τέτοια υπηρεσία μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31 όπως και στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123, δεδομένου ότι από τις σκέψεις 49 έως 54 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η υπηρεσία αυτή δεν εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας στον τομέα των μεταφορών», η οποία αποκλείεται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123 δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 21.
78. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123, η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή αν οι διατάξεις της έρχονται σε σύγκρουση με διάταξη άλλης πράξης της Ένωσης που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 41).
79. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί και η οποία προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τη διαβίβαση των διαδρομών στους οδηγούς μέσω ραδιοπομποδέκτη, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/31 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η τελευταία αυτή διάταξη έρχεται σε σύγκρουση με τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2006/123.
80. Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/31, από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού προκύπτει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υπαγάγουν την πρόσβαση στη δραστηριότητα ενός παρόχου υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και την άσκησή της σε καθεστώς προηγούμενης παροχής άδειας ή σε οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ισοδυνάμου αποτελέσματος, εντούτοις η απαγόρευση που προβλέπει η διάταξη αυτή καλύπτει μόνον τις ρυθμίσεις των κρατών μελών που αφορούν ειδικά και αποκλειστικά τις «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας».
81. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, μολονότι, βεβαίως, η απόφαση 626/2017 αφορά κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς, τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που φέρνουν έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, επεκτείνοντας σε αυτό το είδος υπηρεσίας το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της «διαχείρισης ταξί», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 του παραρτήματος 1 της αποφάσεως 178/2008, απλώς επεκτείνει στην εν λόγω υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας προϋφιστάμενη υποχρέωση προηγούμενης λήψεως άδειας επιβαλλόμενη στις δραστηριότητες των κέντρων κρατήσεων ταξί οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ως «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας».
82. Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 69 των προτάσεών του, τέτοια ρύθμιση, ως προς την οποία το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεώνει τη Star Taxi App να λάβει προηγούμενη άδεια από την αρμόδια αρχή για την άσκηση της δραστηριότητάς της, δεν ισοδυναμεί με τη θέσπιση νέου καθεστώτος προηγούμενης παροχής άδειας το οποίο αφορά ειδικά και αποκλειστικά υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας.
83. Επομένως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 απαγόρευση οποιουδήποτε καθεστώτος προηγούμενης παροχής αδείας ή οποιασδήποτε άλλης προϋποθέσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος δεν έχει εφαρμογή σε κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.
84. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ της διατάξεως αυτής και των άρθρων 9 και 10 της οδηγίας 2006/123 τα οποία, ως εκ τούτου, μπορούν να εφαρμοστούν σε τέτοια ρύθμιση.
85. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν τα άρθρα αυτά πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε τέτοια ρύθμιση.
86. Συναφώς, από το τμήμα 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2006/123 προκύπτει ότι για να θεωρηθεί ότι εθνικό καθεστώς παροχής άδειας είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή θα πρέπει, μεταξύ άλλων, το καθεστώς αυτό, το οποίο επιβάλλει, ως εκ της φύσεώς του, περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή της οικείας υπηρεσίας, να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, ήτοι να μην εισάγει διακρίσεις, να δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος και να είναι αναλογικό, αλλά και τα κριτήρια χορηγήσεως των προβλεπόμενων από το εν λόγω καθεστώς αδειών θα πρέπει να είναι σύμφωνα προς το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας, ήτοι να μην εισάγουν διακρίσεις, να δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, να τελούν σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, να είναι σαφή, να μην επιδέχονται αμφισβήτηση, να είναι αντικειμενικά, να έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων, καθώς και να είναι διαφανή και προσβάσιμα (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Cali Apartments, C‑724/18 και C‑727/18, EU:C:2020:743, σκέψη 57).
87. Συνεπώς, η εκτίμηση του κατά πόσο ρύθμιση κράτους μέλους που θεσπίζει τέτοιο καθεστώς χορηγήσεως άδειας είναι σύμφωνη προς τα δύο παρατεθέντα στην προηγούμενη σκέψη άρθρα, με τα οποία επιβάλλονται υποχρεώσεις σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες, που καθιστούν τα άρθρα αυτά διατάξεις αμέσου αποτελέσματος, προϋποθέτει να εξεταστούν χωριστά και κατά σειρά, κατ’ αρχάς, το ζήτημα αν η θέσπιση του εν λόγω καθεστώτος είναι δικαιολογημένη και, στη συνέχεια, τα κριτήρια χορηγήσεως των προβλεπόμενων από το σύστημα αυτό αδειών (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Cali Apartments, C‑724/18 και C‑727/18, EU:C:2020:743, σκέψη 58).
88. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η απόφαση περί παραπομπής παρέχει στο Δικαστήριο ελάχιστα μόνο στοιχεία που του επιτρέπουν να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.
89. Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων, αν το καθεστώς προηγούμενης παροχής αδείας που καθιερώνει η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση πληροί πράγματι τις δύο κατηγορίες απαιτήσεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 86 και 87 της παρούσας αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Cali Apartments, C‑724/18 και C‑727/18, EU:C:2020:743, σκέψη 78).
90. Όσον αφορά, πάντως, την εκτίμηση του δικαιολογημένου χαρακτήρα των κριτηρίων που πλαισιώνουν την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως των αρμοδίων αρχών, πρέπει να επισημανθεί, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 99 και 100 των προτάσεών του, ότι το να εξαρτάται η χορήγηση άδειας για την παροχή υπηρεσίας από την πλήρωση τεχνικών απαιτήσεων ακατάλληλων για την οικεία υπηρεσία και, ως εκ τούτου, συνεπαγομένων αδικαιολόγητα βάρη και κόστος για τους παρόχους της δεν συνάδει με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/123.
91. Τούτο μπορεί, μεταξύ άλλων, να συμβαίνει, πράγμα το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, όσον αφορά την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, να διαβιβάζουν τις διαδρομές στους οδηγούς αυτούς μέσω ραδιοπομποδέκτη.
92. Συγκεκριμένα, τέτοια υποχρέωση, η οποία επιβάλλει τόσο στον πάροχο της υπηρεσίας διαμεσολάβησης όσο και στους οδηγούς ταξί να διαθέτουν τέτοιο μηχανισμό μετάδοσης και η οποία επιβάλλει επίσης στον πάροχο της υπηρεσίας διαμεσολάβησης να διαθέτει ειδικό προσωπικό επιφορτισμένο με τη διαβίβαση των διαδρομών στους οδηγούς, όχι μόνο είναι περιττή, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τα χαρακτηριστικά υπηρεσίας πλήρως συνδεόμενης με τις τεχνικές ικανότητες των έξυπνων τηλεφώνων μέσω των οποίων καθίσταται δυνατός, χωρίς άμεση ανθρώπινη μεσολάβηση, ο εντοπισμός τόσο των οδηγών ταξί όσο και των δυνητικών πελατών τους και καθίσταται δυνατή η διευκόλυνση της αυτόματης επικοινωνίας τους.
93. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:
- Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31, καθώς και το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123 έχουν την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται σε διαφορά της οποίας όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους.
- Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε ρύθμιση κράτους μέλους που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί.
- Τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2006/123 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για την άσκηση της δραστηριότητάς τους, όταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας αυτής δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα, καθόσον επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, ακατάλληλες για την οικεία υπηρεσία τεχνικές απαιτήσεις, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Επί των δικαστικών εξόδων
94. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
- Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας (EE) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, έχει την έννοια ότι συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τις διατάξεις αυτές, υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, για την οποία ο πάροχος της εν λόγω υπηρεσίας έχει συνάψει προς τούτο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους οδηγούς αυτούς έναντι καταβολής μηνιαίας συνδρομής, αλλά δεν τους διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών, δεν καθορίζει το κόμιστρο ούτε το εισπράττει από τα άτομα αυτά, τα οποία το καταβάλλουν απευθείας στον οδηγό ταξί, ούτε ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.
- Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2015/1535 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά «τεχνικό κανόνα», κατά τη διάταξη αυτή, ρύθμιση τοπικής αρχής που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί.
- Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31, καθώς και το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, έχουν την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται σε διαφορά της οποίας όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους.
Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε ρύθμιση κράτους μέλους που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί.
Τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2006/123 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για την άσκηση της δραστηριότητάς τους, όταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας αυτής δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα, καθόσον επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, ακατάλληλες για την οικεία υπηρεσία τεχνικές απαιτήσεις, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
- Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας (EE) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, έχει την έννοια ότι συνιστά «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τις διατάξεις αυτές, υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, για την οποία ο πάροχος της εν λόγω υπηρεσίας έχει συνάψει προς τούτο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με τους οδηγούς αυτούς έναντι καταβολής μηνιαίας συνδρομής, αλλά δεν τους διαβιβάζει τα αιτήματα των πελατών, δεν καθορίζει το κόμιστρο ούτε το εισπράττει από τα άτομα αυτά, τα οποία το καταβάλλουν απευθείας στον οδηγό ταξί, ούτε ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.
- Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2015/1535 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά «τεχνικό κανόνα», κατά τη διάταξη αυτή, ρύθμιση τοπικής αρχής που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί.
- Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2000/31, καθώς και το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, έχουν την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται σε διαφορά της οποίας όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους.
Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε ρύθμιση κράτους μέλους που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί και εμπίπτει στον χαρακτηρισμό της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας στην οποία ήδη υπάγονται οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών κρατήσεων ταξί.
Τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2006/123 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους που εξαρτά την παροχή υπηρεσίας διαμεσολάβησης, η οποία φέρνει έναντι αμοιβής σε επαφή, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, άτομα που επιθυμούν να μετακινηθούν εντός πόλης και αδειοδοτημένους οδηγούς ταξί, από τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για την άσκηση της δραστηριότητάς τους, όταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας αυτής δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα, καθόσον επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, ακατάλληλες για την οικεία υπηρεσία τεχνικές απαιτήσεις, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.