Ε.Ε.: Απαιτούνται επενδύσεις 1,5 τρισ. ευρώ έως το 2050 για την απαλλαγή από τις εκπομπές ρύπων στις δημόσιες μεταφορές, σύμφωνα με μελέτη
Το EIT Urban Mobility, μια πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Καινοτομίας (EIT), θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσίασε τη νέα του μελέτη σχετικά με το κόστος και τα οφέλη της βιώσιμης μετάβασης στην αστική κινητικότητα. Εξετάστηκε ο τρόπος με τον οποίο οι ευρωπαϊκές πόλεις μπορούν να επιτύχουν τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας της Ε.Ε. έως το 2030 και το 2050.
Η μελέτη, μια επικαιροποίηση της έκθεσης του 2021, παρουσιάζει τρία σενάρια μετάβασης για 12 ευρωπαϊκές πόλεις-πρότυπα. Δείχνει ότι μέχρι το 2030, μόνο οι τεχνολογικές εξελίξεις θα μπορούσαν να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 21%. Ωστόσο, δείχνει επίσης ότι απαιτούνται πολύ πιο φιλόδοξα μέτρα για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας 2030, δηλαδή τη μείωση των εκπομπών κατά 44%. Ωστόσο, αυτό συνεπάγεται σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά τις αλλαγές στη συμπεριφορά του πληθυσμού και την αποδοχή από το κοινό.
«Η μελέτη υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της ιεράρχησης των σωστών επενδύσεων για την καθαρή κινητικότητα, υπογραμμίζοντας παράλληλα τα θετικά οφέλη τους για την υγεία και το περιβάλλον. Οι δημόσιες μεταφορές αποδεικνύονται η πιο προσιτή και ολοκληρωμένη λύση για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ωστόσο, η μετάβαση αυτή δεν είναι εύκολη. Χρειαζόμαστε συντονισμένες προσπάθειες σε όλα τα επίπεδα, από τους δήμους έως την ευρωπαϊκή επικράτεια, για να διασφαλίσουμε ότι θα γίνουν οι απαραίτητες επενδύσεις και ότι οι πολίτες θα συμμετέχουν και θα υποστηριχθούν σε αυτή τη μετάβαση», αναφέρει η Μαρία Τσαβαχίδη, διευθύνουσα σύμβουλος του EIT UrbanMobility.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι ελκυστικές υπηρεσίες δημόσιων συγκοινωνιών, οι επιλογές κοινής χρήσης στις μεταφορές και οι περιορισμοί της κυκλοφορίας σε ορισμένα τμήματα της αστικής περιοχής είναι τα πιο αποτελεσματικά μέτρα για τη μείωση της χρήσης επιβατικών αυτοκινήτων και, συνεπώς, τη μείωση των εκπομπών ρύπων. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να αυξήσουν τις μετακινήσεις με τα μέσα μαζικής μεταφοράς κατά 7% έως το 2030 και να μειώσουν τις μετακινήσεις με αυτοκίνητο έως και 16%.
Και τα τρία σενάρια που εξετάστηκαν στη μελέτη καταφέρνουν να επιτύχουν τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας για την απαλλαγή του τομέα των μεταφορών από τον άνθρακα έως το 2050, κυρίως μέσω της συνεχούς τεχνολογικής προόδου και της ανανέωσης του στόλου των οχημάτων. Η μελέτη εκτιμά ότι η επίτευξη των στόχων αυτών θα απαιτήσει επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 1,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων 500 δισεκατομμύρια θα δαπανηθούν για την εφαρμογή και τη διαχείριση διαφόρων μέτρων. Αν και το κόστος είναι σημαντικό, η μελέτη τονίζει ότι τα οφέλη -όπως η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και η βελτίωση της δημόσιας υγείας- υπερτερούν των οικονομικών δαπανών.
Εκτός από την εξοικονόμηση εκπομπών, η μελέτη επισημαίνει επίσης σημαντικά οφέλη για τη δημόσια υγεία. Η στροφή στο περπάτημα ή στην ποδηλασία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σωρευτική εξοικονόμηση δαπανών έως και 1.170 ευρώ κατά κεφαλήν έως το 2050, λόγω των πλεονεκτημάτων ενός πιο ενεργού τρόπου ζωής. Επιπλέον, η οδική ασφάλεια αναμένεται να βελτιωθεί: ο αριθμός των θανάτων από τροχαία ατυχήματα θα μπορούσε να μειωθεί έως και 70% έως το 2050 χάρη σε ασφαλέστερες υποδομές και στη δημιουργία ευφυών συστημάτων μεταφορών.
Η μελέτη επισημαίνει ότι, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά μιας πόλης, οι δημόσιες συγκοινωνίες διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο όσον αφορά τη δίκαιη και βιώσιμη μετάβαση της αστικής κινητικότητας. Αποτελεί μια από τις πιο ρεαλιστικές και πρακτικές προσεγγίσεις για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας, καθώς είναι η μόνη ολοκληρωμένη επιλογή κινητικότητας για όλες τις ομάδες του πληθυσμού και ταυτόχρονα -ακόμη κι αν ληφθούν υπόψη οι υποδομές και το κόστος των επενδύσεων- μια προσιτή επιλογή για τη μείωση των εκπομπών ρύπων.