Ζυρίχη: Άνοιγμα της αγοράς για όλα τα ταξί στο αεροδρόμιο απαιτεί ο κλάδος
Η διαμάχη μεταξύ των οδηγών ταξί και της διοίκησης αεροδρομίου της Ζυρίχης εντείνεται, συνοδευόμενη από κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας και νομικές ενέργειες από τις εταιρείες ταξί. Η διαχειρίστρια του αεροδρομίου Airport Zürich AG δηλώνει πρόθυμη να συνεργαστεί, αλλά σύντομη λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Tages-Anzeiger, η Taxisection Zurich και η Ένωση Ταξί Ζυρίχης καταγγέλλουν το γεγονός ότι μόνο τα ταξί που έχουν προκρατηθεί επιτρέπεται να παραλαμβάνουν επιβάτες τους στη λεγόμενη ζώνη παραλαβής. Επιπλέον, τα ταξί που μεταφέρουν επιβάτες στο αεροδρόμιο αναγκάζονται να φεύγουν άδεια, καθώς δεν επιτρέπεται να επιβιβάζουν στον συγκεκριμένο χώρο.
Ωστόσο, ο κανονισμός αυτός δεν ισχύει για την εταιρεία Airport Taxi Zürich Kloten AG, η οποία λειτουργεί ως επίσημος συνεργάτης του αεροδρομίου από το 2020. Οι προηγούμενοι αποκλειστικοί συνεργάτες ήταν οι εταιρείες Taxi 444 και 7×7, από το 2005.
Οι ενώσεις ταξί, από την πλευρά τους, απαιτούν από τη διαχειρίστρια εταιρεία του αεροδρομίου να ανοίξει την αγορά σε όλα τα ταξί που είναι εγγεγραμμένα στο καντόνι της Ζυρίχης, ώστε να δοθεί στους επιβάτες η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής.
Η απόφαση των εταιρειών ταξί να προσφύγουν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού αποτελεί κλιμάκωση αυτής της μακροχρόνιας σύγκρουσης, καθώς ο κλάδος εκτιμά ότι αυτό θα οδηγήσει σε αλλαγές που θα ανταποκρίνονται στα συμφέροντά τους. Ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή του καντονικού νόμου για τα ταξί και τις λιμουζίνες την 1η Ιανουαρίου 2024, η υφιστάμενη κατάσταση προκαλεί περισσότερα, τα οποία εξηγεί ο πρόεδρος της Ένωσης Ταξί Ζυρίχης, Ρούντολφ Ράεμι: «Στην πραγματικότητα, όλα τα ταξί έχουν τα ίδια δικαιώματα από την αρχή του έτους: τους επιτρέπεται να παραλαμβάνουν πελάτες σε κάθε δήμο του καντονιού. Μόνο το αεροδρόμιο της Ζυρίχης συνεχίζει να συμπεριφέρεται σαν γαλλικό χωριό», καταγγέλλει. Σύμφωνα με τον νέο νόμο, οι δήμοι μπορούν να θεσπίζουν την υποχρέωση έκδοσης άδειας για τις πιάτσες ταξί σε δημόσια έκταση.
Η κατάσταση, πάντως, παραμένει τεταμένη και μένει να φανεί πώς θα αντιδράσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού κι αν η απόφασή της θα οδηγήσει σε λύση.