Tο «βαθύ λαρύγγι» της Uber: «Ξεσκεπάζω το σύστημα που πούλησε στους ανθρώπους ένα ψέμα»
Ο Μαρκ ΜακΓκαν, ένας λομπίστας καριέρας που ηγήθηκε των προσπαθειών της Uber να προσεγγίσει τις κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, εμφανίστηκε για να αυτοπροσδιοριστεί ως η πηγή που διέρρευσε περισσότερα από 124.000 εταιρικά αρχεία στον Guardian. Αποφάσισε να μιλήσει, λέει, επειδή πιστεύει ότι η Uber εσκεμμένα παραβίασε τους νόμους σε δεκάδες χώρες και παραπλάνησε τους οδηγούς σχετικά με τα οφέλη του οικονομικού μοντέλου της εταιρείας.
Ο 52χρονος ήταν μέλος της κορυφαίας ομάδας της Uber εκείνη την εποχή – και παραδέχεται ότι φέρει ευθύνη για τις πρακτικές που περιγράφει. Σε αποκλειστική συνέντευξή του στον Guardian, είπε ότι εν μέρει υποκινήθηκε από τύψεις. «Είμαι εν μέρει υπεύθυνος», είπε. «Ήμουν αυτός που μιλούσα με τις κυβερνήσεις, ήμουν αυτός που πίεζα με τα μέσα ενημέρωσης, ήμουν αυτός που έλεγα στους ανθρώπους ότι πρέπει να αλλάξουν τους κανόνες γιατί οι οδηγοί θα επωφεληθούν και οι άνθρωποι θα έχουν οικονομικές ευκαιρίες.
Ο κομβικός ρόλος του ΜακΓκαν στην Uber μεταξύ 2014 και 2016 τον έβαλε στο επίκεντρο των αποφάσεων την περίοδο κατά την οποία η εταιρεία πίεζε για την είσοδό της στις αγορές παραβιάζοντας τους νόμους περί αδειοδότησης ταξί. Επόπτευε τις προσπάθειες της Uber να πείσει τις κυβερνήσεις να αλλάξουν τους κανονισμούς για τα ταξί και να δημιουργήσουν ένα πιο ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον για την ίδια σε περισσότερες από 40 χώρες.
Είπε ότι η ευκολία με την οποία η Uber διείσδυσε στα υψηλότερα κλιμάκια εξουσίας σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ρωσία ήταν «μεθυστική» αλλά και «βαθιά άδικη» και «αντιδημοκρατική».
«Πουλήσαμε στους ανθρώπους ένα ψέμα»
Στην συνέντευξή του, ο ΜακΓκαν περιέγραψε λεπτομερώς τις προσωπικές εμπειρίες του στην Uber που τον οδήγησαν να διαρρεύσει τα δεδομένα, χρόνια μετά την αποχώρησή του από αυτήν: «Λυπάμαι που είμαι μέλος μιας ομάδας ανθρώπων που διαστρέβλωσαν τα γεγονότα για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των οδηγών, των καταναλωτών και των πολιτικών ελίτ», είπε. «Θα έπρεπε να είχα πιέσει περισσότερο για να σταματήσω αυτή την τρέλα. Είναι καθήκον μου να μιλήσω [τώρα] και να βοηθήσω τις κυβερνήσεις και τους βουλευτές να διορθώσουν ορισμένα θεμελιώδη λάθη. Ηθικά, δεν είχα άλλη επιλογή».
Μετά την αποκάλυψη ότι ο ΜακΓκαν είναι ο πληροφοριοδότης, εκπρόσωπος της Uber δήλωσε: «Κατανοούμε ότι ο Μαρκ έχει προσωπικές τύψεις για τα χρόνια της σταθερής πίστης του στην προηγούμενη ηγεσία μας, αλλά δεν είναι σε θέση να μιλήσει αξιόπιστα για την Uber σήμερα».
Μεταξύ των αρχείων της Uber στα οποία ο ΜακΓκαν είχε πρόσβαση, περιλαμβάνονται συνομιλίες με τον Τράβις Κάλανικ, συνιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, τον Ντέιβιντ Πλουφ, πρώην στέλεχος της εκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα και μετέπειτα αντιπρόεδρο της Uber, και τη Βρετανίδα Ρέιτσελ Γουέτστοουν, στέλεχος δημοσίων σχέσεων με ανώτατες θέσεις στην Google, το Facebook και τώρα στο Netflix.
Όταν ο ΜακΓκαν αποχώρησε από την Uber, το 2016, η Γουέτστοουν τον περιέγραψε ως «έναν υπέροχο ηγέτη», ενώ ο Πλουφ τον αποκάλεσε «ταλαντούχο επαγγελματία δημόσιας πολιτικής» και «εξαιρετικό συνήγορο της Uber». Πλέον, ο ΜακΓκαν φαίνεται ότι θα γίνει ένας από τους πιο σκληρότερους επικριτές της.
Το προφίλ του ως ανώτερου στελέχους με υψηλές επαφές σε πολιτικό επίπεδο τον καθιστά έναν ασυνήθιστο πληροφοριοδότη, καθώς συμμετείχε ενεργά σε κάποια από τα αδικήματα που επιδιώκει να αποκαλύψει.
Η διαδικασία επαναξιολόγησης όσων είδε στην Uber ήταν σταδιακή, λέει. «Όταν αποφάσισα ότι είχα την υποχρέωση να μιλήσω, έψαξα να βρω τον πιο αποτελεσματικό, και επιδραστικό τρόπο για να το κάνω. Δεν είναι εύκολο και στην αρχή δίστασα. Μετά αποφάσισα ότι δεν υπάρχουν όρια για να κάνεις το σωστό».
Ο ΜακΓκαν φέρεται να κατέληξε σε εξώδικο συμβιβασμό με την Uber μετά από δικαστική διαμάχη για την αμοιβή του. Είπε ότι του απαγορεύτηκε να συζητήσει τη νομική του διαμάχη, αλλά αναγνώρισε ότι είχε προσωπικά παράπονα με την εταιρεία, η οποία, όπως ισχυρίζεται, υποτίμησε τον ρόλο του και απέτυχε να τον προστατέψει.
Κατηγορεί την Uber -υπό την ηγεσία του Kάλανικ- ότι υιοθέτησε μια στρατηγική σύγκρουσης με την αντίπαλο βιομηχανία ταξί, που τον άφησε προσωπικά εκτεθειμένο. Ως δημόσιο πρόσωπο της Uber στην Ευρώπη, ο ΜακΓκαν έφερε το κύριο βάρος των σκληρών αντιδράσεων εναντίον της εταιρείας σε χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία και η Ισπανία.
Εν μέσω απειλών για τη ζωή του, του δόθηκε προστασία σωματοφύλακα. Η εμπειρία του από την εργασία στην Uber, λέει, είχε ψυχικό τίμημα καθώς διαγνώστηκε με διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD).
Θρασύτατη παραβίαση των νόμων
Γνώστης των Βρυξελλών, ο ΜακΓκαν ήταν η προφανής επιλογή για να ηγηθεί των κυβερνητικών επαφών της Uber στην περιοχή της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής (EMEA) το 2014. Γεννημένος στην Ιρλανδία και πολύγλωσσος, διέθετε έναν εντυπωσιακό κύκλο επαφών που δημιουργήθηκε πάνω από δύο δεκαετίες στο lobbying και τις δημόσιες υποθέσεις. Εργάστηκε σε εταιρείες δημόσιας πολιτικής όπως η Weber Shandwick και η Brunswick και διηύθυνε την DigitalEurope, εμπορική ένωση που υποστήριζε εταιρείες όπως η Apple, η Microsoft και η Sony. Πριν πάει στην Uber ήταν ανώτερος αντιπρόεδρος στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με ετήσιο μισθό 750.000 δολαρίων.
Η Uber πρόσφερε στον ΜακΓκαν ετήσιο μισθό 160.000 ευρώ, με την υπόσχεση δικαιωμάτων προαίρεσης μετοχών που θα μπορούσαν να αξίζουν εκατομμύρια εάν η εταιρεία πραγματοποιούσε τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της να απορρυθμίσει τις αγορές, να μονοπωλήσει τις πόλεις, να μεταμορφώσει τα συστήματα συγκοινωνίας, ακόμη και να αντικαταστήσει τους οδηγούς με αυτόνομα οχήματα. Το σχέδιο, αναγνωρίζει ο ΜακΓκαν, ήταν η Uber να αψηφά τη νομοθεσία σε πόλεις στις οποίες οι άδειες ταξί και οδηγών ήταν δύσκολο να αποκτηθούν.
«Η προσέγγιση της εταιρείας ήταν ουσιαστικά να παραβιάσει τον νόμο, να δείξει πόσο καταπληκτική ήταν η υπηρεσία της Uber και στη συνέχεια να αλλάξει τη νομοθεσία. Η δουλειά μου ήταν να παρακάμψω τους τοπικούς αξιωματούχους, να οικοδομήσω σχέσεις σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο της κυβέρνησης και να διαπραγματευτώ».
Ο ΜακΓκαν ξεκίνησε να εργάζεται για την Uber με συμβόλαιο το καλοκαίρι του 2014, ως μέλος μιας ευρωπαϊκής εταιρείας συμβούλων λόμπι που επέβλεπε τις κυβερνητικές σχέσεις εκτός ΗΠΑ. Τον Οκτώβριο του 2014, η Uber τον διόρισε επικεφαλής της δημόσιας πολιτικής για την περιοχή EMEA.
Την πρώτη του μέρα στη δουλειά, ο ΜακΓκαν ανακάλυψε τον τρόπο με τον οποίο η startup αντιμετώπιζε την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Σε συνομιλία μέσω email με ένα ανώτερο στέλεχος αποκαλύφθηκε ότι τον παρακολουθούσαν μέσω του Heaven ή αλλιώς God View, εργαλείου που επέτρεπε στο προσωπικό να παρακολουθεί τις κινήσεις οποιουδήποτε χρήστη στον κόσμο σε πραγματικό χρόνο. «Έμοιαζε σαν παιδιά να παίζουν με μια ισχυρή τεχνολογία επιτήρησης», είπε ο ΜακΓκαν. «Ήδη τότε, είχα την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια εταιρεία απατεώνων».
Τα αρχεία της Uber περιλαμβάνουν κάποιες περιπτώσεις στις οποίες ο ΜακΓκαν προσπαθεί να καθυστερήσει την εφαρμογή κάποιων αποφάσεων της εταιρείας. Στην πλειονότητά τους, όμως, τα έγγραφα τον δείχνουν να διαφωνεί ελάχιστα με τις πρακτικές της, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται άμεσα εμπλεκόμενος σε παρανομίες.
Περιγράφει τον εαυτό του ως «μεθυσμένο» από τις προοπτικές που διαφαίνονταν για την Uber, αλλά δεν αμφισβητεί ότι διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο σε πολλές από τις διαμάχες που έχουν αποκαλυφθεί από τη δική του διαρροή των δεδομένων. «Πίστεψα στο όνειρο για το οποίο πιέζαμε και ήμουν υπερβολικά ενθουσιασμένος», είπε. «Δούλευα 20 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, συνεχώς σε αεροπλάνα, σε συναντήσεις, σε τηλεδιασκέψεις». Η θητεία του στην εταιρεία περιελάμβανε συναντήσεις με πρωθυπουργούς, προέδρους, υπουργούς Μεταφορών και Οικονομίας, επιτρόπους της Ε.Ε., δημάρχους και ρυθμιστικές αρχές πόλεων.
Ο ΜακΓκαν είπε ότι οι περισσότεροι ανώτεροι πολιτικοί υποστήριζαν ενστικτωδώς την Uber, ως μια καινοτόμο νέα πλατφόρμα που επέτρεπε την ευέλικτη εργασία και θα βοηθούσε στην επανεκκίνηση των οικονομιών μετά την οικονομική κρίση.
Ωστόσο, η κατάσταση αποδείχθηκε πιο περίπλοκη στη Γαλλία, όπου μια μη αδειοδοτημένη υπηρεσία της Uber προκάλεσε την αντίδραση των οδηγών ταξί και δίχασε το υπουργικό συμβούλιο του τότε προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Από τη μία πλευρά ήταν ο Μπερνάρ Καζνέβ, υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος, σύμφωνα με τον ΜακΓκαν, τον κάλεσε στο γραφείο του και τον απείλησε με φυλάκιση λέγοντας: «Θα σε θεωρήσω προσωπικά και ποινικά υπεύθυνο αν δεν αναστείλεις τη λειτουργία της υπηρεσίας μέχρι το τέλος της εβδομάδας». Στην αντίπαλη πλευρά ήταν ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο υπέρμαχος της τεχνολογίας και των καινοτόμων επιχειρήσεων υπουργός Οικονομίας, ο οποίος έγινε κάτι σαν μυστικό όπλο για την Uber.
Ο ΜακΓκαν και ο Μακρόν
Τα αρχεία της περιλαμβάνουν ανταλλαγές γραπτών μηνυμάτων μεταξύ του ΜακΓκαν και του Μακρόν, ο οποίος, όπως αποκαλύπτεται, εργαζόταν στο παρασκήνιο για να βοηθήσει την αμερικανική εταιρεία τεχνολογίας. «Ήταν ο μόνος που μας άκουγε, ήταν για μας μια ανάσα φρέσκου αέρα», λέει ο ΜακΓκαν.
Το γραφείο του Μακρόν δεν απάντησε λεπτομερώς σε ερωτήσεις για τη σχέση του με την Uber. Εκπρόσωπός του δήλωσε ότι τα υπουργικά του καθήκοντα εκείνη την εποχή «τον οδήγησαν να συναντηθεί και να αλληλεπιδράσει με πολλές εταιρείες».
Μετά την αποχώρησή του από την Uber, ο ΜακΓκαν διατήρησε επαφές με τον Μακρόν και βοήθησε στη συγκέντρωση κεφαλαίων για το κόμμα του La République En Marche, το 2016. Δηλώνει ότι η πολιτική του υποστήριξη στον Γάλλο πρόεδρο ήταν προσωπική απόφαση και δεν είχε «καμία απολύτως σχέση με την Uber». Συνέχισαν να ανταλλάσσουν γραπτά μηνύματα μεταξύ τους μέχρι τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους.
«Ραντεβού για τις ελίτ»
Ο Γάλλος πρόεδρος δεν είναι ο μόνος πολιτικός που γνώριζε τον ΜακΓκαν. Διατηρούσε στενές σχέσεις με δύο πρώην επιτρόπους της Ε.Ε., τη Νέλι Κρους και τον Πίτερ Μάντελσον. Μετά την αποχώρησή του από την Uber, ο ΜακΓκαν διατήρησε επιχειρηματική σχέση με τον λόρδο Μάντελσον, πρώην υπουργό των Εργατικών στη Βρετανία.
Είναι επίσης οικείο πρόσωπο στους VIP που παρευρίσκονται στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, το οποίο περιγράφει ως «ραντεβού για τις ελίτ». «Για έναν λομπίστα, το Νταβός αποτελεί ένα θαυμάσιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», είπε. «Οι πολιτικοί παρευρίσκονται στο φόρουμ χωρίς την ακολουθία συμβούλων και δημοσίων υπαλλήλων που τριγυρνούν κρατώντας σημειώσεις». Οι επαφές του ΜακΓκαν στο Νταβός περιελάμβαναν τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου, τον Ιρλανδό πρωθυπουργό Έντα Κένι και τον καγκελάριο του Ηνωμένου Βασιλείου, Τζορτζ Όσμπορν. Η εξασφάλιση αυτών των συναντήσεων, είπε ο ΜακΓκαν, ήταν «πανεύκολη».
Οι οδηγοί
Ένα κείμενο του Κάλανικ στα διαρρεύσαντα αρχεία- στο οποίο ο πρώην διευθύνων σύμβουλος φαίνεται να υποστηρίζει την οργάνωση αντιδιαμαρτυρίας οδηγών της Uber στη Γαλλία, παρά τον κίνδυνο για τη σωματική τους ακεραιότητα – που έχει πυροδοτήσει πρωτοσέλιδα σε όλο τον κόσμο. Ο ΜακΓκαν χαρακτήρισε την οδηγία του Κάλανικ «επικίνδυνη» και «εγωιστική» τακτική.
Επιμένει ότι οι οδηγοί της Uber θεωρήθηκαν από ορισμένους στην εταιρεία ως πιόνια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να ασκήσουν πίεση στις κυβερνήσεις. «Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι οι οδηγοί της Uber θα μπλοκάρουν τη Βαρκελώνη, το Βερολίνο, το Παρίσι, τότε αυτός ήταν ο τρόπος», είπε. «Κατά μία έννοια, θεωρήθηκε ωφέλιμο να οπλίζουμε τους οδηγούς της Uber με αυτόν τον τρόπο».
Τα αρχεία όμως δείχνουν την εμπλοκή και του ΜακΓκαν και σε αυτήν τη στρατηγική. Σε ένα email, επαίνεσε το προσωπικό στο Άμστερνταμ που διέρρευσαν ιστορίες στον Τύπο σχετικά με επιθέσεις σε οδηγούς για να «κρατήσουν την αφήγηση της βίας» και να πιέσουν την ολλανδική κυβέρνηση. Γι’ αυτή την υπόθεση, ο ΜακΓκαν είπε: «Είμαι αηδιασμένος και ντρέπομαι που συμμετείχα σε αυτό».
Χωριστοί δρόμοι
Ο ΜακΓκαν έγινε στόχος των οδηγών ταξί στις Βρυξέλλες κατά την επιβίβασή του σε ένα όχημα Uber, που επιβίβαζε παράνομα εκτός της ελεγχόμενης πιάτσας, στις 27 Απριλίου 2015, εν μέσω έντονων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. «Με εντόπισαν ένα σωρό οδηγοί ταξί στον σιδηροδρομικό σταθμό που έφτασαν από το Λονδίνο», έστειλε email σε έναν συνάδελφό του εκείνη την ημέρα. «Επτά από αυτούς με ακολούθησαν καθώς πήγα να πάρω το Uber μου, εκτοξεύοντας βρισιές και φτύνοντας… Ένας από αυτούς έτρεξε πίσω μου για λίγο, σκοπεύοντας να κάνει κακό στον οδηγό μου».
Οι απειλές εντάθηκαν τις επόμενες εβδομάδες και προκάλεσαν συναγερμό στην εταιρεία όταν ένας οδηγός ταξί δημοσίευσε τη διεύθυνση του σπιτιού του ΜακΓκαν σε μια ομάδα στο Facebook στο Βέλγιο.
Η Uber έδωσε στον ΜακΓκαν μια προσωπική ομάδα σωματοφυλάκων μόνο στο Βέλγιο, ενώ η ενίσχυσε επίσης την ασφάλεια για ταξίδια στο εξωτερικό.
Κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας στις Βρυξέλλες, περίπου 100 οδηγοί ταξί συγκεντρώθηκαν έξω από το γραφείο του ΜακΓκαν στην πόλη και έκλεισαν τον δρόμο. Εκτοξεύτηκαν πυροτεχνήματα και η αστυνομία απώθησε τους διαδηλωτές. Οι οδηγοί ταξί κόλλησαν αφίσες στις πόρτες των οχημάτων τους με τον τίτλο «Καταζητούνται» και τις φωτογραφίες του ΜακΓκαν και δύο άλλων στελεχών της Uber. Η λεζάντα έγραφε: «Διεθνείς εγκληματίες». «Ένιωσα ότι η Uber το είχε προκαλέσει αυτό, λόγω της «προσέγγισής της για επιτυχία με κάθε κόστος», που ενθάρρυνε αντιπαραθέσεις μεταξύ της Uber και των οδηγών ταξί… Άρχισα να νιώθω ότι ήταν ενδεικτικό της ευρύτερης σχέσης της Uber με τους οδηγούς, που τους έβαζε σε κίνδυνο για τα δικά της οικονομικά τα ενδιαφέροντα».
Τον Οκτώβριο του 2015, ο ΜακΓκαν έστειλε email σε έναν συνάδελφο: «Έχω σωματοφύλακες με πλήρη απασχόληση εδώ και πέντε μήνες και γίνεται πολύ αγχωτικό». Μια εβδομάδα αργότερα, δήλωσε στους Πλουφ και Γουέτστοουν την πρόθεσή του να παραιτηθεί. Αναχώρησε επίσημα τέσσερις μήνες αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου 2016.
Φαινόταν ένας φιλικός χωρισμός. Δεν εξέφρασε καμία πικρία και χρησιμοποίησε τη σελίδα του στο Facebook για να επαινέσει τον Κάλανικ.
«Το πιο σκληρό αφεντικό που είχα ποτέ και είμαι ισχυρότερος ηγέτης εξαιτίας του», έγραφε, προσθέτοντας ότι δεν θα άλλαζε «τίποτα» για το χρόνο του στην Uber. «Ξεχάστε την υπερβολή στα μέσα ενημέρωσης. Ξεχάστε την ίντριγκα. Σκεφτείτε πώς το πάτημα ενός κουμπιού και η διαδρομή κάνουν τη ζωή σας καλύτερη».
Στο email αποχώρησής του προς τους συναδέλφους του, ο ΜακΓκαν περιέγραψε τον εαυτό του ως «πιστό στην αποστολή της Uber».
Η Uber επαίνεσε δημόσια το έργο του ΜακΓκαν και του ζήτησε να παραμείνει ως σύμβουλος. Του δόθηκε νέος τίτλος εργασίας –ανώτερος σύμβουλος του διοικητικού συμβουλίου– και διατήρησε τα email, τους φορητούς υπολογιστές και τα τηλέφωνα που του παρείχε η Uber.
Η θητεία του έληξε τον Αύγουστο του 2016 και ο ΜακΓκαν βρήκε νέα δουλειά σε μια εταιρεία τηλεπικοινωνιών ξεκινώντας το δικό του επιχειρηματικό εγχείρημα.
Καθώς η ζωή του δεν ήταν πια αυτή ενός εταιρικού στελέχους με γρήγορους ρυθμούς, ο ΜακΓκαν βρήκε τον χρόνο να ακούσει πιο προσεκτικά τις ιστορίες των οδηγών της Uber που τον μετέφεραν. Ο ίδιος πιστώνει σε αυτές τις συνομιλίες την αλλαγή της αντίληψής του του γι’ αυτό που η εταιρεία αποκαλούσε «οικονομία οδηγού».
Σε δήλωση μετά την είδηση ότι ο ΜακΓκαν αυτοπροσδιορίστηκε ως ο πληροφοριοδότης, η Uber ανέφερε ότι η αγωγή του εναντίον της εταιρείας ήταν «μια προσπάθεια, μεταξύ άλλων, να πληρωθεί ένα μπόνους που ισχυρίστηκε ότι του οφείλεται για τη δουλειά του στην Uber. Αυτή η δίκη έληξε πρόσφατα με την πληρωμή 550.000 ευρώ. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Μαρκ ένιωσε έτοιμος για αποκαλύψεις μόνο μετά την εκκαθάριση του ελέγχου του».
Η παράδοση των αρχείων
Ο ΜακΓκαν επικοινώνησε για πρώτη φορά με τον Guardian πέντε μήνες πριν διευθετηθεί η νομική του διαμάχη με την Uber και δεν έθεσε κανέναν περιορισμό στο πότε οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δεδομένα που κατείχε. Αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Uber ότι έχει πληρωθεί 550.000 ευρώ και είπε ότι αναμένει ακόμη την πλήρη πληρωμή του από τον διακανονισμό.
Τον Φεβρουάριο του 2020, ο ΜακΓκαν, εξοργισμένος με την κακομεταχείριση των οδηγών από την Uber, προσπάθησε να αναλάβει δράση. Η Uber άσκησε έφεση κατά της απόφασης της Transport for London (TfL) να αρνηθεί στην εταιρεία την άδεια χρήσης στην πρωτεύουσα, με την αιτιολογία ότι δεν ανταποκρίθηκε στο τεστ «fit and proper». Στέλνοντας email στο γραφείο του δημάρχου, ο ΜακΓκαν εξήγησε ότι ήταν πρώην στέλεχος της Uber με πληροφορίες που έπρεπε να μοιραστεί με «ιδιωτικό τρόπο δεδομένης της οικείας γνώσης μου για την εταιρεία». Δήλωσε όμως «απογοητευμένος» όταν η προσπάθειά του να εκφράσει επίσημα τις ανησυχίες του για την Uber δεν έλαβε απάντηση.
Τον Φεβρουάριο του 2021, πήγε ένα βήμα παραπέρα. Αφού διάβασε για έναν Γάλλο δικηγόρο που άσκησε ομαδική αγωγή κατά της Uber για λογαριασμό οδηγών, τον προσέγγισε και προσφέρθηκε να παράσχει πληροφορίες για να βοηθήσει την υπόθεσή τους. Του επέτρεψε μάλιστα να πάρει φωτογραφίες ενός μικρού δείγματος εγγράφων της Uber που είχε αποθηκεύσει στον παλιό του υπολογιστή. Η σχέση του με τον Γάλλο δικηγόρο αποδείχθηκε βραχύβια. Όμως η απόφαση ήταν ειλημμένη.
Τον Ιανουάριο του 2022, ο πρώην κορυφαίος λομπίστας της Uber ταξίδεψε στη Γενεύη και συναντήθηκε με δημοσιογράφους από τον Guardian. Άνοιξε δύο βαλίτσες και έβγαλε φορητούς υπολογιστές, σκληρούς δίσκους, iPhone και έγγραφα. Προειδοποίησε ότι θα χρειαστούν μερικές μέρες, στην καλύτερη περίπτωση, για να εξηγήσει όλα όσα ήξερε.